rarer form for ζωός (q.v.).
ζώς: οὐδ. ζών, γεν. ζώ, σπανιώτερος τύπος ἀντὶ ζωός, ὃ ἴδε.
adj. m;seul. nomin. et acc. ζών;c. ζωός.
acc. ζών: alive, living, Il. 5.887, Il. 16.445.