προγίγνομαι

Revision as of 15:30, 15 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Autenrieth)

English (LSJ)

Ion. and later προγεωργ-γίνομαι [ῑ]: fut. -γενήσομαι: aor. προὐγενόμην: pf. προγέγονα and -γεγένημαι:—

   A come forward, οἱ δὲ τάχα προγένοντο quickly they came in sight, Il.18.525, cf. h.Hom.7.7; ἄμυδις προγένοντο Hes.Sc.345; εἴσω π. Opp.H.2.103; κόπρον ἔπι π. Call.Dian.178, cf. Theoc.25.134: c. gen., ὠκεανοῖο . . ὁπότε προγένωνται Ἰχθύες Arat.706; ἀστὴρ ὑπὲρ τὸν ὁρίζοντα πρὸ ἁλίου προγενόμενος Ti.Locr.97a.    II to be born before, exist before, ἢν . . προγεγονότες ἔωσι πρὶν . . Hdt.7.3; οἱ προγεγονότες θεοί Id.2.146; οἱ π. ἄνθρωποι former men, X.Mem.4.8.10; οἱ προγεγενημένοι Id.Cyr.8.7.24, etc.; οἱ προγενόμενοι the previous crews, Plb.10.17.12.    2 of events, etc., ταῦτά μοι προὐγεγόνει Pl.Smp.219e; αἱ ἀκοαὶ τῶν προγεγενημένων reports of things of old time, Th.1.20, etc.; τὰ προγεγονότα Hp. Prog.1, etc.; προγεγενημένοι [πόλεμοι], καιροί, Th.1.1, Decr.Byz. ap. D.18.90; οἱ προγεγονότες ἡμῖν ἔμπροσθεν λόγοι Pl.Lg.699e, cf. PHib. 1.96.8 (iii B.C.); αἱ διὰ τῆς ψυχῆς ἡδοναὶ πρὸ τῶν διὰ τοῦ σώματος προγίγνοιντ' ἄν Pl.Phlb.39d.    III simply, to be born, Man.6.255, 336.

German (Pape)

[Seite 713] sp. Form -γίνομαι (s. γίγνομαι), vor, voran werden, d. i. vorwärts gehen od. kommen, οἱ δὲ τάχα προγένοντο, Il. 18, 525, sie kamen schnell hervor, zum Vorschein, H. h. 6, 7; ἄμυδις προγένοντο, sie gingen zusammen vorwärts, Hes. Sc. 345; – vorher, früher geschehen, früher sein, stattfinden, von der Zeit; οἱ προγεγονότες, die Vorfahren, Her. 2, 146. 7, 3; οἱ προγεγονότες ἡμῖν ἔμπροσθεν λόγοι, Plat. Legg. III, 699 e; – auch = vorgehen, höher stehen, πρό τινος, Phil. 39 d u. Folgde; – τὰ προγεγενημένα, Thuc. 1, 20; οἱ προγενόμενοι, die Früheren, im Ggstz von ὑπάρχοντες, Pol. 10, 17, 12 u. Sp.; κόπρον ἔπι προγένοιντο, zum Stall zurückkommen, Callim. 3, 178; Theocr. 24, 51; εἴσω, Opp. Hal. 2, 103; Plut. u. A.

Greek (Liddell-Scott)

προγίγνομαι: παρ’ Ἴωσι καὶ τοῖς μεταγεν. -γίνομαι [ῑ]˙ ― μέλλ. -γενήσομαι˙ ἀόρ. προὐγενόμην˙ πρκμ. προγέγονα καὶ -γεγένημαι˙ ἀποθ. Παραγίγνομαι, ἐμφανίζομαι, οἱ δὲ τάχα προγένοντο, Ἰλ. Σ. 525, Ὕμν. Ὁμ. 6. 7˙ ἄμυδις προγένοντο Ἡσ. Ἀσπ. Ἡρ. 345˙ ἐπανέρχομαι, εἴσω πρ. Ὀππ. Ἁλ. 2. 103 κόπρον ἔπι πρ., ἐπὶ τὴν ἔπαυλιν, Καλλ. εἰς Ἄρτ. 178. ΙΙ. γεννῶμαι πρότερον, ὑπάρχω προηγουμένως, ἤν… προγεγονότες ἔωσι πρίν… Ἡρόδ. 7. 3˙ οἱ προγεγονότες θεοὶ ὁ αὐτ. 2. 146˙ οἱ πρ. ἄνθρωποι, οἱ προγενέστεροι, Ξεν. Ἀπομν. 4. 8, 10˙ οἱ προγεγενημένοι ὁ αὐτ. ἐν Κύρ. 8. 7, 24, κτλ.˙ οἱ προγενόμενοι, οἱ πρότερον ὑπάρξαντες, Πολύβ. 10. 17, 12. 2) ἐπὶ συμβεβηκότων καὶ τῶν τοιούτων, ταὐτά μοι προὐγεγόνει Πλάτ. Συμπ. 219Ε˙ τὰ προγεγενημένα, τὰ γενόμενα πρότερον, πράγματα παλαιά, Θουκ. 1. 20, κτλ.˙ τὰ προγεγονότα Ἱππ. 36. 4, κτλ.˙ προγεγενημένοι πόλεμοι, καιροὶ Θουκ. 1. 1, Ψήφισμα παρὰ Δημ. 255. 22˙ οἱ προγεγονότες ἡμῖν ἔμπροσθεν λόγοι Πλάτ. Νόμ. 699Ε˙ ― προγίγνεται τί τινος, συμβαίνει πρὸ ἑτέρου, Τίμ. Λοκ. 97Α, Πλάτ. Φίληβ. 39D.

French (Bailly abrégé)

f. προγενήσομαι, ao.2 προεγενόμην, pf. προγέγονα ; pf. Pass. προγεγένημαι;
I. avec idée de lieu se produire au jour, se montrer;
II. avec idée de temps :
1 en parl. de pers. naître avant : οἱ προγεγονότες HDT, οἱ προγεγενημένοι XÉN ceux qui nous ont précédés, les ancêtres;
2 en parl. de choses se produire avant : τὰ προγεγενημένα THC les événements antérieurs, le passé.
Étymologie: πρό, γίγνομαι.

English (Autenrieth)

aor. 2 προγένοντο: get on, advance, Il. 18.525†.