παραπλήξ

Revision as of 15:32, 15 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Autenrieth)

English (LSJ)

ῆγος, ὁ, ἡ,

   A stricken sideways or aslant, ἠϊόνες π. a retreating beach, on which the waves break obliquely, Od.5.418.    II metaph., = παράπληκτος, mad, Hdt.5.92.ζ, Ar.Pl.242, X.Oec.1.13, Demetr.Eloc.275.    2 paralysed, Hp.Acut.(Sp.) 7.    3 pl., paralyses, Id.Morb.1.3, Aret.CA1.4.

German (Pape)

[Seite 494] ῆγος, 1) seitwärts geschlagen, ἠϊόνες, Küsten, die sich allmälig gegen das Meer absenken, an welchen die Wellen nur von der Seite oder schräg anspülen, Od. 5, 418, im Ggstz der προβλῆτες ἀκταί, an welche die Wellen gerade anprallen. – 2) übertr. = παράπληκτος, toll, wahnsinnig, verrückt: Her. 5, 92, 6: Ai. Plut. 242: οἱ φαγόντες τὸν ὑοσκύαμον παραπλῆγες γίγνονται, Xen. oec. 1, 13; καὶ ἔκφρων, Dem. 19, 267; καὶ παράφρων, Plut. Pomp. 72; Folgde, νοῦ τε καὶ φρενῶν Parthen. 18.

Greek (Liddell-Scott)

παραπλήξ: ῆγος, ὁ, ἡ, ὁ πλαγίως πλησσόμενος ὑπὸ τῶν κυμάτων ἠϊόνας τε παραπλῆγας, «παραπλῆγες ἠϊόνες... αἱ μὴ ἀπ’ ἐναντίας ἀλλ’ ἐκ πλαγίων πλησσόμεναι κύμασιν» (Εὐστ.), ὁ Ὀδυσσεὺς μὴ δυνάμενος νὰ ἀποβῇ ὅπουἀκτὴ κατήρχετο κρημνωδῶς εἰς τὴν θάλασσαν (λισσὴ δ’ ἀναδέδρομε πέτρη) κολυμβᾷ περαιτέρω ἐπὶ τῇ ἐλπίδι νὰ εὕρῃ, ἠϊόνας τε παραπλῆγας λιμένας τε θαλάσσης. ΙΙ. μεταφορ., παράπληκτος, παράφρων, Ἡρόδ. 5. 92, 6, Ἱππ. 397. 18, Ἀριστοφ. Πλ. 242, Ξεν. Οἰκ. 1, 13, κλ. - Καθ’ Ἡσύχ.: «παραπλήξ· παράφρων, τὰς φρένας βεβλαμμένος, παρακόπτων, παραφρονῶν», καὶ «παραπλῆγος· μανιώδους», καὶ «παραπλήγων· μαινομένων» παρὰ τῷ αὐτῷ». - Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 35.

French (Bailly abrégé)

ῆγος (ὁ, ἡ)
1 battu de côté par les flots;
2 frappé de démence.
Étymologie: παραπλήσσω.

English (Autenrieth)

ῆγος (πλήσσω): beaten on the side by waves, hence shelving, sloping; ἠιόνες, Od. 5.418, 440.