παραπλήσσω
Κρόνου καὶ Ἰαπετοῦ ἀρχαιότερος → more ancient than Cronos and Iapetus, ante-preadamite, antediluvian
English (LSJ)
Att. παραπλήττω, strike at the side, τὰς νευράς, of a harper, Philostr.Im.1.10:—Pass., παραπλήσσομαι = to be palsy-stricken: hence, to be deranged, be mad, Ar.Lys.831, Ec.139, etc.; γέλως παραπεπληγμένος E.HF935; π. τὸν λογισμόν Plu.Aem.34; παραπλήσσεσθαί τι = to be astonished at... Agatharch. 103.
German (Pape)
[Seite 495] (s. πλήσσω), att. -πλήττω, daneben, bes. falsch schlagen, die falsche Seite anschlagen, falsch spielen, Sp. – Pass. an einer Seite oder an einem Teile des Leibes vom Schlagfluß getroffen, gelähmt werden, u. übertr. auf den Geist, wahnsinnig, betäubt werden, ἄνδρα παραπεπληγμένον Ar. Lys. 831, βουλεύματα ὥσπερ μεθυόντων ἐστὶ παραπεπληγμένα Eccl. 139; γέλωτι παραπεπληγμένῳ, Eur. Herc. Fur. 935; Sp., wie Plut. Aem. Paull. 34.
French (Bailly abrégé)
frapper de démence.
Étymologie: παρά, πλήσσω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
παραπλήττω, Ion. παραπλήσσω alleen ptc. perf. pass. παραπεπληγμένος waanzinnig, gek.
Russian (Dvoretsky)
παραπλήσσω: атт. παραπλήττω досл. поражать, перен. поражать безумием, сводить с ума: παραπληγμένος безумный, сумасшедший (γέλως Eur.; ἀνήρ, βουλεύματα Arph.).
Greek (Liddell-Scott)
παραπλήσσω: Ἀττικ. -ττω· μέλλ. -ξω· - πλήττω πλαγίως, τὰς νευράς, ἐπὶ κιθαριστοῦ, Φιλόστρ. 779. - Παθ., πλήττομαι κατὰ τὸ ἓν μέρος, προσβάλλομαι ὑπὸ παραλύσεως: - παραπεπληγμένος, ὁ τεταραγμένος τὰς φρένας, παράφρων, ὡς τὸ παραπλήξ, Ἀριστοφ. Λυσ. 831, Ἐκκλ. 139· γέλως παραπεπληγμένος Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 935. - Καθ’ Ἡσύχ.: «παραπλῆττον· ἐκπλῆττον».
Greek Monolingual
αττ. τ. παραπλήττω, Α
1. χτυπώ πλαγίως ή χτυπώ εσφαλμένα («παραπλήττειν τὰς νευράς», Φιλόστρ.)
2. παθ. παραπλήσσομαι, αττ. τ. παραπλήττομαι
α) παραφρονώ, τρελαίνομαι
β) εκπλήσσομαι.
Greek Monotonic
παραπλήσσω: Αττ. -ττω, μέλ. -ξω, πλήττω πλαγίως — Παθ., πλήττομαι στη μια πλευρά, έχω υποστεί βλάβη στις φρένες μου, είμαι παράφρων, παρανοϊκός, γέλως παραπεπληγμένος, σε Ευρ.
Middle Liddell
Attic -ττω fut. ξω
to strike at the side: — Pass. to be stricken on one side: to be deranged, frantic, γέλως παραπεπληγμένος Eur.