παραπειράομαι

Revision as of 12:21, 17 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (sl1)

English (LSJ)

   A make trial of one, so as to ascertain his will, π. Διός, εἰ . . Pi.O.8.3.

German (Pape)

[Seite 493] einen leichten Versuch machen, Διός, Pind. Ol. 8, 3.

Greek (Liddell-Scott)

παραπειράομαι: μέλλ. -άσομαι, ἀποθ., ἀποπειρῶμαι, δοκιμάζω τινὰ ὅπως βεβαιωθῶ περὶ τοῦ θελήματος αὐτοῦ, π. Διός, εἰ .. Πινδ. Ο. 8. 4.

English (Slater)

παραπειράομαι
   1make test of c. gen., Οὐλυμπία ἵνα μάντιες ἄνδρες ἐμπύροις τεκμαιρόμενοι παραπειρῶνται Διὸς ἀργικεραύνου, εἴ τιν' ἔχει λόγον ἀνθρώπων πέρι (O. 8.3)