μάτημι
English (LSJ)
(A), Aeol.,
A = ματεύω, in 2sg. pres. μάτης, ἐξ ἑτέρω ἕτερον μ. Theoc.29.15:—Pass., Ion. ματεῖσθαι, = ζητεῖσθαι, Hp. ap. Erot. (Hsch. has ματεῖ· ζητεῖ.)
μάτημι (B), Aeol.,
A = πατέω, Alc.Supp.31.3: pres. part. fem. μάτεισαι Sapph.54.
English (Slater)
μᾰτημι ?
1 seek c. inf. πέταται θάνατον κεροέσσᾳ εὑρέμεν ματεῖσ' ἐλάφῳ (coni. Schr.: μανύων codd.: μανίων Galavotti: sc. κύων) *fr. 107a. 5.*