πάομαι

Revision as of 13:05, 17 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "{{Slater\n(.*?)\n}}" to "")

English (LSJ)

fut. πάσομαι [ᾱ] A.Eu.177(lyr.); redupl.

   A πεπάσομαι Pempel. ap. Stob.4.25.52: aor. ἐπᾱσάμην Leg.Gort.6.5, al., Thgn.146, A.Fr.215, Call.Cer.128, Theoc.15.90:—mostly Dor., Arc., and poet. (used by X., v. infr.), get, acquire, πᾱσάμενος ἐπίτασσε, i.e. order your own slaves, Theoc. l.c.: chiefly used in pf. πέπᾱμαι, = κέκτημαι, possess, Pi.P.8.73, Fr.105, E.Ion675, Ar.Av.943 (lyr.), Leg.Gort.9.43, SIG1164 (Dodona), Foed. Delph. Pell.2A18, SIG306.7 (Tegea, iv B. C.); 3pl. πέπανται X.An.3.3.18; inf. πεπᾶσθαι Sol.13.7, E.Andr. 641, Theoc.10.32, Diotog. ap. Stob.4.7.62; part. πεπᾱμένος A.Ag. 835, X.An.6.1.12 (written πεπεμμένος in error, IG42(1).77.18 (Epid., ii B. C.)): plpf. ἐπεπάμην X.An.1.9.19 (dub. l.), AP7.67 (Leon.).

German (Pape)

[Seite 466] sich erwerben, davon) perf. πέπαμαι, ich habe mir erworben, ich besitze; Pind. εἴ τις ἐσλὰ πέπαται, P. 8, 76; frg. 72; Ar. Av. 943; χρήματα πεπᾶσθαι, Solon 5, 7; γαμβρὸν πεπᾶσθαι, Eur. Andr. 642; fut. πάσεται, Aesch. Eum. 169; aor. ἐπᾶσάμην, Theogn. 146 u. Theocr. 15, 90. Auch Xen. hat πεπαμένος, An. 5, 9, 12, πέπανται, 3, 3, 18, ἐπέπατο, 1, 9, 19; ein fut. πεπάσεται hat Pempel. bei Stob. fl. 79, 52. – Der aor. ἐπᾰσάμην mit dem perf. πέπασμαι gehören zu πατέομαι, w. m. s. – Vgl. παμοῦχος, πολυπάμων.

Greek (Liddell-Scott)

πάομαι: μέλλ. πάσομαι [ᾱ], Αἰσχύλ. Εὐμ. 177· μετ’ ἀναδιπλασ. πεπάσομαι Πέμπελ. παρὰ Στοβ. 460. 54: ἀόρ ἐπᾱσάμην Θέογν. 146, Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 213, Θεόκρ.· ἀποθετ.· ― ποιητ. ῥῆμα (ἐν χρήσει καὶ παρὰ Ξενοφ.), λαμβάνω, κτῶμαι, Λατ. potior, πᾱσάμενος ἐπίτασσε, ἀγόρασον καὶ διάτασσε, δηλ. δίδε διαταγὰς εἰς τοὺς ἰδικοὺς σου δούλους, Θεόκρ. 15. 90· ἀλλὰ κυρίως ἐν χρήσει ἐν τῷ πρκμ. πέπᾱμαι, = κέκτημαι, Πινδ. Π. 8. 103, Ἀποσπ. 72, Εὐρ. Ἴων 675, Ἀριστοφ. Ὄρν. 943, γ΄ πληθ. πέπανται Ξεν. Ἀν. 3. 3, 18: ἀπαρ. πεπᾶσθαι Σόλων 12. 7, Εὐρ. Ἀνδρ. 641, Θεόκρ. 10. 32: μετοχ. πεπᾱμένος Αἰσχύλ. Ἀγ. 835, Ξεν. Ἀν. 6. 1, 12: ὑπερσ. ἐπεπάμην αὐτόθι 1. 9, 19, Ἀνθ. Π. 7. 57. ― Οἱ τύποι ἐπᾱσάμην, πέπᾱμαι δὲν πρέπει νὰ συγχέωνται πρὸς τοὺς τύπους ἐπᾰσάμην, πέπασμαι ἐκ τοῦ πατέομαι, ἐσθίω. (Η √ΠΑ εἶναι ἴσως ἡ αὐτὴ τοῦ Σανσκρ. pâ, ὑπερασπίζω, φυλάττω, περιποιοῦμαι, πρβλ. πατήρ, πόσις· ― ἐντεῦθεν παράγονται τά: πᾶμα, παμοῦχος, πολυπάμων, παμπησία).

French (Bailly abrégé)

1seul. f. πάσομαι, ao. épq. ἐπασσάμηνinf. πάσασθαι, part. fém. dor. πασαμένα;
goûter, se nourrir, s’abreuver de, gén..
Étymologie: R. Πα, manger, cf. lat. pasco.
2seul. f. πάσομαι, ao. ἐπασάμην, pf. πέπαμαι, pqp. ἐπεπάμην, f.ant. πεπάσομαι;
acquérir ; aux temps passés posséder.
Étymologie: R. Πα, acquérir.