δάκνω

Revision as of 13:57, 17 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (21)

English (LSJ)

Hippon.49.6 (cj.), A.Th.399, etc.: fut.

   A δήξομαι Hp.Nat.Mul.16, Mul.1.18 (v.l. δάξεται): pf. δέδηχα Babr. 77: aor. 1 ἔδηξα late, Luc.Asin.9: aor. 2 (the only tense in Hom.) ἔδᾰκον Batr.181, Tyrt.10.32, etc., Ep. δάκε Il.5.493, redupl. δέδακε AP12.15 (Strat.): Ep. inf. δακέειν Il.17.572: —Pass., δάκνομαι Thgn.910: fut. δηχθήσομαι E. Alc. 1100: aor. ἐδήχθην S.Tr.254, Ar. Ach.18, etc.; later ἐδάκην Aret.SD2.2: pf. δέδηγμαι Ar.Ach. 1, etc.; Dor. δεδαγμένος Pi.P.8.87, Call.Epigr.50 codd.:—bite, of dogs, δακέειν μὲν ἀπετρωπῶντο λεόντων Il.18.585; of a gnat, ἰσχανάᾳ δακέειν 17.572; στόμιον δ. champ the bit, A.Pr.1009; χεῖλος ὀδοῦσι δακών, as a mark of stern determination, Tyrt.l.c.: abs., δακὼν ἀνάσχου Men. Sam.141; δ. στόμα bite one's tongue, so as to refrain from speaking, πρὸ τῶν τοιούτων χρὴ λόγων δ. στόμα A.Fr.397, cf. S.Tr.976; δ. ἑαυτόν to bite one's lips for fear of laughing, Ar.Ra.43; so (by a joke παρὰ προσδοκίαν) δ. θυμόν Id.Nu.1369; δ. χόλον A.R.3.1170.    II metaph. of pungent smoke and dust, sting, Ar.Ach.18, Lys.298, Pl. 822; δ. ὄμματα, of dry winds, Hp.Aph.3.17.    III of the mind, bite, sting, δάκε δὲ φρένας Ἕκτορι μῦθος Il.5.493, cf. Hes.Th.567; ἔδακε λύπη Hdt.7.16.a'; συμφορὰ δ. A.Pers.846; λόφοι δὲ κώδωντ' οὐ δάκνουσ' ἄνευ δορός have no sting, Id.Th.399; σαίνουσα δάκνεις S.Fr. 885; τὸ δάκνον τῆς συμβουλῆς Jul.Or.7.207d; of love, πάντες οἱ ἐν ὥρᾳ τὸν φιλόπαιδα δάκνουσι Pl.R.474d:—freq. in Pass., δηχθεῖσα κέντροις . . ἠράσθη E.Hipp.1303; ἔρωτι δεδαγμένος Call. l.c.; of vexation, δάκνομαι ψυχήν Thgn.910; συμφορᾷ δεδαγμένοι Pi.l.c.; δέδηγμαι καρδίαν Ar.Ach.1; ὑπὸ τῆς δαπάνης Id.Nu.12; πρός τι, ἐπί τινι, at a thing, S.Ph.378, X.Cyr.4.3.3; ὑπὸ τῶν ἐν φιλοσοφίᾳ λόγων Pl.Smp.218a: c.part., ἐδήχθη ἀκούσας X.Cyr.1.4.13. (Cf.Skt.dáśati 'bite', Goth. tahjan 'tear'.)

German (Pape)

[Seite 519] beißen, fut. δήξομαι, aor. ἔδακον, perf. δέδηχα, z. B. Babr. 77, 1; δέδακε Strat. 14 (XII, 15); δέδηγμαι. – Homer dreimal, im aorist. 2. activ.: Iliad. 18, 585 von Hunden, οἱ δ' ἥτοι δακέειν μὲν ἀπετρωπῶντο λεόντων; Iliad. 17, 572, von einer μυῖα, ἥ τε καὶ ἐργομένη μάλα περ χροὸς ἀνδρομέοιο ἰσχανάᾳ δακέειν, λαρόν τέ οἱ αἷμ' ἀνθρώπου, = stechen; Iliad. 5, 493, übertr., ἃς φάτο Σαρπηδών, δάκε δὲ φρένας Ἕκτορι. μῦθος. Mit Unrecht hat man Gewicht darauf gelegt, daß alle drei Stellen der Ilias angehören, keine der Odyssee; Odyss. 8, 185 θυμοδακὴς γὰρ μῦθος, ἐπώτρυνας δέ με εἰπών; also reiner Zufall, daß δάκνω selber in der Odyssee nicht erscheint. – Folgende; Tragg. u. in Prosa; στόμιον, in den Zügel beißen, Aesch. Prom. 1008; Plat Gorg. 516 a u. öfter; vom Rauche ἔδακε τὰ βλέφαρα Ar. Pl. 822; vgl. Lys. 298; oft übertr., ἄλγος δάκνει Soph. Phil. 1342; ὄνειδος Tr. 253; von der Liebe, Eur. Hipp. 696, reizen, wie Plat. Rep. V, 474 d; πληγεὶς καὶ δηχθεὶς ὑπὸ τῶν ἐν φιλοσοφίᾳ λόγων Conv. 218 a; δάκνω ἐμαυτόν Ar. Ran. 43; δάκνειν τὴν καρδίαν Vesp. 374, seinen Grimm verbeißen; vgl. Nubb. 1358; οὐ δάκνει σε τοῦτο, das kümmert dich nicht, Vesp. 253. Im pass. gereizt, erbittert sein, von Aerger u. Gram, δέδηγμαι τὴν καρδίαν Ar. Ach. 1; δάκνεσθαι ὑπὸ τῆς δαπάνης Nubb. 12; ἐπί τινι Xen. Cyr. 4, 3, 3; Plut. Alc. 9; ἀκούσας ταῦτα ἐδήχθη Xen. Cyr. 1, 4, 13; vom Weine gesagt im Ggstz von ἱλαροὺς ποιεῖν Alex. Ath. II, 36 f; ὁ λιμὸς τοῦτον δακών Men. ib. XII, 552 e.

French (Bailly abrégé)

f. δήξομαι, ao.2 ἔδακον, pf. δέδηχα;
Pass. f. δηχθήσομαι, ao. ἐδήχθην, pf. δέδηγμαι;
mordre ; p. anal. en parl. d’une piqûre de mouche, de l’odeur âcre de la fumée ; fig. en parl. d’une parole blessante, d’une injure, d’un chagrin, de l’amour, etc.
Étymologie: R. Δακ, mordre.

English (Autenrieth)

only aor. 2 δάκε, inf. δακέειν: bite, Il. 18.585; met., φρένας, ‘stung,’ Il. 5.493. (Il.)

English (Slater)

δάκνω
   1 bite, sting met. πτώσσοντι, συμφορᾷ δεδαγμένοι (Bergk e Σ: δεδαϊγμένοι codd.: δεδαιγμένοι Hermann: sc. the defeated athletes) (P. 8.87) ἀλλἐγὼ τᾶς (sc. Ἀφροδίτας) ἕκατι κηρὸς ὣς δαχθεὶς ἕλᾳ ἱερᾶν μελισσᾶν τάκομαι fr. 123. 10.