ἄστρον

Revision as of 14:29, 17 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (SL_1)

English (LSJ)

τό, mostly in pl.,

   A the stars, Il.8.555, Od.12.312, A.Pr.458, Ag.4, etc.; τοῦ κατ' ἄστρα Ζηνός, = τοῦ ἐν οὐρανῷ, S.Tr.1106; ἄστρων εὐφρόνη, = εὐφρ. ἀστερόεσσα, Id.El.19: sg., like ἀστήρ, freq. of Sirius (in full, σήριον ἄστρον prob. l. in Alcm.23.63), Alc.39,40, X.Cyn.4.6, Thphr.CP6.10.9, al.; περὶ τὸ ἄ. in the dog-days, Hp.Epid.7.7; poet. of the sun, Pi.O.1.6, Pl.Def.411b: seldom of any common star, Gal.17(1).16, Sch.Arat.11; of the fixed stars, Arist.Cael.290a20; ἄστρα πλανητά, opp. ἀπλανῆ, Pl.Ti.38c; opp. ἐνδεδεμένα, Arist.Mete. 346a2; opp. ἀστέρες, Herm. ap. Stob.1.21.9; ἐπὶ τοῖς ἄστροις at the times of the stars' rising or setting, Hp.Aër.10, Arist.HA568a18; ἄστροις σημαίνεσθαι, τεκμαίρεσθαι, guide oneself by the stars, Ael. NA2.7, 7.48; ἄστροις τὸ λοιπὸν ἐκμετρούμενος χθόνα knowing its place only by the stars, S.OT795: metaph., ἐχθροῖς ἄ. ὣς λάμψειν Id.El.66.    II of something brilliant, admirable, Ἀκροκόρινθον Ἑλλάδος ἄ. AP7.297 (Polystr.), cf. 9.400 (Pall.), APl.4.295; Σωκρατικῆς σοφίης ἄ. IG3.770a.

German (Pape)

[Seite 378] τό, Sternbild; Schol. Arat. 11 ἀστὴρ ὃ καὶ μόνον ἐστὶ καὶ οὐ καθ' αὑτὸν κινεῖται οἷονΚρόνος· ἄστρον δὲ τό τε κινούμενον καὶ τὸ ἐκ πλείστων ἀστἑρων σύστημα, οἷον λέων· καὶ ἐπιτολὴ δέ τινος ἀστέρος νεωτερίζουσά τι τῶν περιγείων, astrologisches Sternzeichen, ἄστρον λέγεται; von Hom. an häufig; ob bei Hom. schon der bezeichnete Unterschied zwischen ἀστήρ u. ἄστρον anzunehmen, kann zweifelhaft erscheinen; ἄστρα Iliad. 8, 555. 559. 10, 252 Od. 12, 312. 14, 483; dat. ἄστρασι, auch ἀστράσι betont u. zu ἀστήρ gezogen Iliad. 22, 28. 317, s. Scholl. Herodian. 22, 28 u. vgl. ἀστήρ; auch bei den Folg. bez. ἄστρον zuweilen einzelne Sterne, doch selten im sing., wie Pind. Ol. 1, 4; am häufigsten vom Sirius, Xen. Cyn. 4. 6; Theophr.; Plat. vrbdt ἥλιος, σελήνη καὶ πέντε ἄλλα ἄστρα, Planeten, Tim. 38 e; ἄστρα καὶ γῆ Legg. X, 886 d; der sing. nur Tim. 42 b; übertr., τοῖς ἐχθροῖσιν ἄστρον ἃς λάμψειν Soph. El. 66; übh. von allem Ausgezeichneten, Ἑλλάδος ἄστρον heißt Corinth Polystr. 2 (VII, 297); Ἰηονίης Colophon Ep. ad. 487 (Plan. 295); τοῖς ἄστροις ἐκμετρεῖσθαι, sc. ὁδόν, Soph. O. R. 795, wo Schol. ἀπὸ τῶν ἄστροις τὸν πλοῦν τεκμαιρομένων, seinen Weg nur nach den Gestirnen ermessen, wie die Seefahrer u. die Wanderer durch öde Gegenden thun; dah. nach Eustath. sprichwörtlich ἄστροις σημειοῦσθαι (Andere σημαίνεσθαι, τεκμαίρεσθαι) ὁδόν, = μακρὰν ὁδὸν βαδίζειν καὶ ἐρήμην; vgl. Ael. H. A. 2, 7. 7, 48; Liban. I, p. 347, wo τοῦτο δὴ τὸ τοῦ λόγου od. τοῦτο δὴ τὸ λεγόμενον dabeisteht, vgl. Erasm. Adag. p. 126, durch ödes, wüstes Land gehen.

French (Bailly abrégé)

ου (τό) :
astre isolé ou système d’étoiles, constellation (p. opp. à ἀστήρ astre, étoile) ; ἄστροις ἐκμετρεῖσθαι SOPH mesurer (sa route) d’après les constellations ; ἄστροις σημαίνεσθαι ÉL se guider sur les indications que fournissent les astres ; ἄστροις τεκμαίρεσθαι ÉL conjecturer (sa route) d’après les constellations.
Étymologie: ἀστήρ.

English (Autenrieth)

(ἀστήρ): constellation, only pl., ‘stars.’

English (Slater)

ἄστρον (-ον voc., acc.; -α, -οις)
   1 star
   a of the sun. μηκέτ' ἀελίου σκόπει ἄλλο θαλπνότερον ἐν ἁμέρᾳ φαεννὸν ἄστρον ἐρήμας δἰ αἰθέρος (cf. Σ, ἔδει γὰρ εἰπεῖν ἀστέρα) (O. 1.6) ἀκτὶς ἀελίου ὦ μᾶτερ ὀμμάτων, ἄστρον ὑπέρτατον ἐν ἁμέρᾳ κλεπτόμενον (cf. Σ. Arat., Phaen., 11, λέγεται δὲ καὶ ὁ ἥλιος ἄστρον ἰδίως παρὰ Πινδάρῳ ἄστρον ὑπέρτατον) (Pae. 9.2)
   b pl., stars Ἀοσφόρος θαητὸς ὣς ἄστροις ἐν ἄλλοις (I. 4.24) ἄστρα τε καὶ ποταμοὶ καὶ κύματα πόντου fr. 136.
   c met. τέρας, ἅν τε βροτοὶ Δᾶλον κικλῄσκοισιν, μάκαρες δ' ἐν Ὀλύμπῳ τηλέφαντον κυανέας χθονὸς ἄστρον perhaps a play on the earlier name of Delos, Asteria, fr. 33c. 5. ὦ Διὸς Ἑλλανίου φαεννὸν ἄστρον Aigina (Pae. 6.126)