ἄστυ

Revision as of 14:30, 17 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (SL_1)

English (LSJ)

τό, Ep. and Ion. gen. εος (disyll. in Semon.7.74), Att. and Trag. εως (ἄστεος is never required by the metre, ἄστεως (trisyll.) is necessary in E.Or.761, Ph.842, El.246, and is the only form found in Att. Inscrr., as IG2.584.7, 22.463.76; it is a disyll. in E.El.298, Ba. 840): pl.,

   A ἄστη Id.Supp.952; ἄστεα Hdt.1.5:—town, ἄ. μέγα Πριάμοιο Il.2.332, al.: with name in gen., Σουσίδος, Σούσων ἄ., A.Pers.119, 535; ἄ. Θήβης S.OC1372, Tr.1154, etc.    2 lower town, opp. acropolis, Hdt.1.176, al.    II in Attica, town (i.e. Athens), opp. ἀγρός (country), mostly without Art., στυγῶν μὲν ἄ. Ar.Ach.33; ἐξ ἄστεως νῦν εἰς ἀγρὸν χωρῶμεν Id.Fr.107; ἔγημα . . ἄγροικος ὢν ἐξ ἄστεως I married a town girl, Id.Nu.47; τῶν κατ' ἄστυ πραγμάτων Men.Georg. Fr.4: also with Art., πρὸς τὸ ἄ. Pl.R.327b, 328c, al.    2 Athens, opp. Phalerum or Piraeus, Id.Smp.172a, D.20.12, Arist.Pol.1303b12, al.; τὸ ἄστυ τῆς πόλεως, opp. Piraeus, Lycurg.18; ἄρχοντος ἐν ἄστει, opp. ἐν Σαλαμῖνι, IG2.594.    3 in Egypt, Alexandria, PHal.1.89 (iii B. C.), St.Byz. s.v. ἄστυ, etc.    III town in the material sense, opp. πόλις (the civic body), Il.17.144.    IV Adv. ἄστυδε (q. v.). (ϝάστυ, cf. ϝασστυόχος IG5(2).77 (Tegea): gen. ϝάστιος ib.7.3170 (Orchom. Boeot.): but prob. not cogn. with Skt. ua/sati 'dwell', which has e in the root.)

German (Pape)

[Seite 378] τό, die Stadt; gen. ἄστεος u. ἄστεως; letzteres Attisch, durch das Metrum gesichert Eur. Or. 751 Phoen. 856. Ueberall; Hom. oft, z. B. ἄστυ Iliad. 3, 116, ἄστεος z. B. 3. 140, ἄστεϊ Od. 8. 525, ἄστεα z. B. Od. 1, 3; πόλιν καὶ ἄστυ Iliad. 17, 144, entw. auf Homerische Art παραλλήλως, so daß Beides dasselbe, oder eines von Beiden die Burg; ἄστυ Ἰλίου Iliad. 21, 128, ἄστυ Ζελείης 4, 103; Λήμνου τε καὶ Ἴμβρου ἄστυ 14, 281. Bei den Attikern vorzugsweise Athen, gew. ohne Artikel, s. Stallb. Phaedr. 227 b, nicht bloß im Ggstz des Landes, sondern auch des Piräeus, Lycurg. 18, wo ἄστυ τῆς πόλεως darauf hinweis't, daß πόλις auch den durch die langen Mauern mit eingeschlossenen Pi räeus einbegreift.

French (Bailly abrégé)

ἄστεως (τό) :
I. ville;
II. en parl. d’Athènes;
1 la ville p. opp. à la campagne;
2 la ville haute p. opp. à la partie voisine du Pirée.
Étymologie: p. *Ϝάστυ, de la R. Ϝας habiter.
Par. πόλις.

English (Autenrieth)

εος (ϝάστυ): city (esp. as a fortified dwelling-place); εἰς ὅ κεν ἄστυ κιχείομεν Ἰλίου ἷρῆς, Il. 21.128; πολλῶν δ' ἀνθρώπων ἴδεν ἄστεα, Od. 1.3; ὅππως κε πόλιν καὶ ἄστυ σαώσεις, i. e. his country and its capital, Il. 17.144, cf. Od. 6.177 f.—ἄστυδε, to the city.

English (Slater)

ἄστυ (ἄστυ, -εος, -ει, -εϊ, -υ; ἄστη, -έων)
   1 city ἀπάτερθε δ' ἔχον διὰ γαῖαν τρίχα δασσάμενοι πατρωίαν ἀστέων μοίρας (Meineke: μοῖραν codd.: Lindos, Ialysos, Kamiros, the three cities of Rhodes) (O. 7.76) φέροις δὲ Πρωτογενείας ἄστει γλῶσσαν (λέγει δὲ τῆς Ὀποῦντος. Σ.) (O. 9.42) ἐν ἄστεϊ Πειράνας Korinth (O. 13.61) “φαμὶ γὰρ Ἐπάφοιο κόραν ἀστέων ῥίζαν φυτεύσεσθαι μελησίμβροτον Διὸς ἐν Ἄμμωνος θεμέθλοις” Cyrene (P. 4.15) ἄστυ χρυσοθρόνου διανέμειν θεῖον Κυράνας (P. 4.260) ὁ Βάττου δ' ἕπεται παλαιὸς ὄλβος ἔμπαν τὰ καὶ τὰ νέμων, πύργος ἄστεος ὄμμα τε φαεννότατον ξένοισι (P. 5.56) ξένιον ἄστυ κατέδρακεν Thebes (N. 4.23) πολλὰ δ' Αἰγύπτῳ κατῴκισθενἄστη ταῖς Ἐπάφου παλάμαις (ἄστη nom. et acc. interpr. edd.) (N. 10.5) νικαφορίαις γὰρ ὅσαιςἱπποτρόφον ἄστυ τὸ Προίτοιο θάλησεν† (Προίτοιο τόδ' ἱπποτρόφον ἄστυ θάλησεν Boeckh: Argos) (N. 10.41) ξυνὸν ἄστει κόσμον ἑῷ προσάγων Aigina (I. 6.69) ὧραί τε Θεμίγονοι [[[πλάξ]]]ιππον ἄστυ Θήβας ἐπῆλθον (Pae. 1.7) τὸ δὲ οἴκοθεν ἄστυ κα[ (nom.) (Pae. 4.32) ]ἄστεϊ κτεάν[ (Pae. 21.15) θεοί, πολύβατον οἵ τ' ἄστεος ὀμφαλὸν θυόεντ ἐν ταῖς ἱεραῖς Ἀθάναις οἰχνεῖτε πανδαίδαλόν τ εὐκλἔ ἀγοράν fr. 75. 3. καὶ λιπαρῷ Σμυρναίων ἄστεϊ fr. 204.