ἀγχώμαλος
English (LSJ)
ον, (ὁμαλός)
A nearly equal, ἀγχώμαλοι ἐν χειροτονίᾳ Th. 3.49; ἀ. μάχη a doubtful battle, Id.4.134; τὴν νίκην ἐν ἀγχωμάλψ καταλιπόντες J.BJ6.2.6; τὸ πλῆθος οὐκ ἀ. Plu.Caes.42, cf. D.H.5.14:—neut. pl. as Adv., ἀγχώμαλα ναυμαχεῖν, Lat. aequo Marte pugnare, Th.7.71; ἀ. σφισι ἐγένετο Luc.Herm.12. Adv. -άλως Id.VH 2.37, App.Praef.11.
Greek (Liddell-Scott)
ἀγχώμᾰλος: -ον, (ὁμαλὸς) ὁ σχεδὸν ἴσος, ἀγχώμαλοι ἐν χειροτονίᾳ, Θουκ. 3. 49, πρβλ. Διον. Ἁλ. 5. 14· ἀγχ. μάχη, ἀμφιβόλου ἀποτελέσματος, ἰσόρροπος μάχη, Θουκ. 4. 134· νίκη, Πλουτ. Ὄθων 13· οὐκ ἀγχ. τὸ πλῆθος, ὁ αὐτ. Καῖσ. 42· οὐδ. πληθ. ὡς ἐπίρρ., ἀγχώμαλα ναυμαχεῖν, λατ. aequo Marte pugnare, Θουκ. 7. 71· ἀγχώμαλά σφισιν ἐγένετο, Λουκ. Ἑρμ. 12. Ἐπίρρ. -άλως, Λουκ. π. Ἀληθ. Ἱστορ. 37.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
presque égal : ἐγένοντο ἐν τῇ χειροτονίᾳ ἀγχώμαλοι THC au vote les deux avis recueillirent un nombre de voix presque égal ; ἀγχώμαλος μάχη THC combat incertain;
adv. • ἀγχώμαλα, à chances presque égales ; διὰ τὸ ἀγχώμαλον THC à cause de l’indécision (momentanée) du combat.
Étymologie: ἄγχι, ὁμαλός.
Spanish (DGE)
-ον
I 1casi igual, equilibrado ἀγχώμαλοι ἐν χειροτονίᾳ Th.3.49, πλήθει τε ἀγχώμαλοι μάλιστα αἱ δυνάμεις D.H.5.14, πλῆθος οὐκ ἀγχώμαλον Plu.Caes.42, τὰ ... φασιν ... ἀγχώμαλα σφίσι γενέσθαι Luc.Herm.12.
2 indeciso, dudoso μάχη Th.4.134, Arr.Fr.Hist.inc.5, νίκην ἐν ἀγχωμάλῳ καταλιπόντες I.BI 6.148, ἀγχωμάλου τῆς ναυμαχίας οὔσης D.C.50.33.1.
3 ret. de argumentos inseguro, débil D.H.Rh.10.4.
II neutro plu. como adv. de victoria dudosa, de manera equilibrada ἀγχώμαλα ναυμαχεῖν Th.7.71, ἀγωνίζεσθαι D.C.36.10.3.
III adv. -ως equilibradamente, con resultado incierto ἀ. ἐπὶ πολὺ ναυμαχοῦντες Luc.VH 2.37, cf. App.Praef.11.