ἀποφοιβάζω
English (LSJ)
A utter by inspiration, ποιήματα ὥσπερ ἀ. Str.14.5.15; foretell, τὰ μέλλοντα D.S.34.2; τὸν λόγον Id.31.10; ταῦτα περὶ τοῦ μέλλοντος ἀποπεφοίβακεν Plb.29.21.7.
German (Pape)
[Seite 335] 1) reinigen, erhellen, Suid. – 2) wahrsagen, Strab. 14 p. 675.
Greek (Liddell-Scott)
ἀποφοιβάζω: χρησμῳδῶ, μαντεύομαι, ταῦτα Δημήτριος, ὡσανεὶ θείῳ τινὶ στόματι περὶ τοῦ μέλλοντος ἀποπεφοίβακεν Πολύβ. 29. 6, 4· προφέρω, ἀπαγγέλλω μετ’ ἐμπνεύσεως, ὁ Διογένης ποιήματα ὥσπερ ἀπεφοίβαζε Στράβ. 675.
Spanish (DGE)
1 componer inspiradamente ποιήματα Str.14.5.15, λόγον D.S.31.10.
2 predecir τὰ μέλλοντα D.S.34.2, cf. Plb.29.21.7, χρησμούς Sch.Theoc.15.63
•abs. ὑπό τινι θειοτέρᾳ ἐπιπνοίᾳ ἀποφοιβάσαι Gr.Thaum.Pan.Or.5.62.