ἀντηρίς

Revision as of 12:07, 21 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (big3_5)

English (LSJ)

ίδος, ἡ,

   A prop, stay, support, E.Fr.1111: pl., Plb.8.4.6; stanchion or strut in torsion-engines, Ph.Bel.76.16, Hero Bel.101.9; ἀρκύων X.Cyn.10.7; in Th.7.36 ἀντηρίδες are stay-beams fixed inside a ship's bow, and projecting beyond it, so as to support and strengthen the ἐπωτίδες.    II=θυρίς, window, Suid.:—and in E.Rh.785 it must mean nostrils, if it be the right reading. [ῐδος E. ll.cc.: hence ἀντήρειδες in Apollod.Poliorc.178.4, Hero Bel.101.9, is wrong; so -είδιον ib.89.4 is f.l. for -ίδιον as Inscrr. show.] (-ηρῐδ = -ερῐδ-, weak form of stem of ἐρείδω (cf. ἔρις).)

German (Pape)

[Seite 248] ίδος, ἡ, 1) Strebepfeiler. Stütze (VLL. τὰ ἀντερείδοντα ξύλα ἢ λίθινα κατασκευάσματα), Thuc. 7, 36; Pol. 8, 6; ἄρκυος Xen. Cyn. 10. 7. Die alte Ableitung von ἀντὶ ἐρείδω scheint nicht richtig. Vgl. ἀντήρης. – 2) Nach Suid., wo ἀντῆρις accentuirt, auch Fensteröffnungen od. übh. Löcher, θυρίς; so bei Eur. Rhes. 785, die Nüstern der Pferde.

Greek (Liddell-Scott)

ἀντηρίς: -ίδος, ἡ (ἢ ἐκ τοῦ ἀντήρης ἢ ἐκ τῆς προθ. ἀντὶ καὶ τοῦ ῥήματος ἐρείδω· περὶ τῆς τελευταίας παραγωγῆς ἴδε Ἥρωνα (Βελ. 130), ἔνθα ὑπάρχει τὸ ὑποκορ. ἀντηρείδιον): - ὑποστήριγμα, στήριγμα, στήλωμα, Εὐρ. Ἀποσπ. 918, πρβλ. Πολύβ. 8. 6, 6· ἀρκύων Ξεν. Κυν. 10, 7· Παρὰ Θουκ. 7. 36· ἀντήριδες εἶναι δοκοὶ ἔνδοθεν τῆς πρῴρας πλοίου ἐκτεινόμεναι πέραν αὐτοῦ καὶ χρησιμεύουσαι πρὸς ὑποστήριξιν τῶν ἐπωτίδων· πρβλ. ὑποτείνω Ι. 1. ΙΙ. = θυρίς, παράθυρον, Σουΐδ.: Παρὰ δὲ Εὐρ. Ρήσ. 785 πρέπει νὰ σημαίνῃ μυκτῆρας, εἰ ἡ γραφὴ ἔχει καλῶς. [ῐδος Εὐρ. ἔνθ’ ἀνωτ.].

French (Bailly abrégé)

ίδος (ἡ) :
contre-étai, contre-fiche, jambe de force.
Étymologie: ἀντερείδω.

Spanish (DGE)

-ίδος, ἡ

• Prosodia: [-ῐδος E.Rh.785, Fr.1111; en mss. a veces -ει- por error cf. Apollod.Poliorc.162.2, 178.4, Hero Bel.101.9]
1 puntal κρίμνη σεαυτὴν ἐκ μέσης ἀντηρίδος E.Fr.1111, ἀντήρειδες ... τὰ ὄρθια ἐρείδουσι ξύλα Apollod.l.c., cf. 178.4
puntal de las máquinas de torsión, Ph.Bel.76.16, Hero Bel.l.c., ἐξερείδοντες ταῖς ἀντηρίσιν sujetando (la máquina) con puntales Plb.8.4.6, ἀ. ἀρκύων puntal o estaca donde se fijan las redes de caza, X.Cyn.10.7
serviola muy gruesa Th.7.36
contrafuerte Vitr.6.8.6.
2 ventana Sud.
plu. ollares E.Rh.785.