γαλαθηνός

Revision as of 12:08, 21 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (big3_9)

English (LSJ)

ή, όν,

   A sucking, young, tender, νεβροί Od.4.336, cf. Anacr.51; τέκος Simon.52; ἄρνες Theoc.18.41, J.AJ6.2.2; γαλαθηνά (sc. πρόβατα) Hdt.1.183; (sc. χοιρία) opp. τέλεια, Pherecr.44, cf. Hp.Aff.43, SIG1015.32 (Halic., written γαλαθεινός) ; ἀρνῶν καὶ χοίρων Crates Com.1; ὗς Pherecr.28, cf. Arist.HA603b25; βρέφη Clearch.17, cf. Theoc.24.31. (γάλα, θῆσθαι.)

German (Pape)

[Seite 470] όν, noch Milch saugend, jung, zart (γάλα – θαώ, θῆσθαι, θήσατο); Hom. zweimal, ἔλαφος νεβροὺς κοιμήσασα νεηγενέας γαλαθηνούς Odyss. 4, 336. 17, 127; – Anacr. bei Ael. N. A. 5, 39; γαλαθηνά Her. 1, 183; βρέφη, Ath. IX, 396 c, wo Bsple aus comic.

Greek (Liddell-Scott)

γᾰλαθηνός: -ή, -όν, βυζαίνων, θηλάζων, νέος, τρυφερός, νεβροὶ Ὀδ. Δ. 336· τέκος Σιμων. 20· ἄρνες Θεόκρ. 18. 41· γαλαθηνὰ (ἐνν. πρόβατα) Ἡρόδ. 1. 183· ἐπὶ θηλαζόντων χοίρων, Κράτ. Γειτ. 1, Ἀριστ. Ἱστ. Ζ. 8. 21, 5· ἔτι δὲ βρέφη Κλέαρχ. παρ’ Ἀθην. 396C· ἐπὶ γαλαθεινῷ (sic), ἀντίθ. πρὸς τὸ τῷ τελείῳ Συλλ. Ἐπιγρ. 2656. 32.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
qui tète encore, càd tout jeune, tendre, délicat.
Étymologie: γάλα, R. θα ou θη, sucer, téter.

English (Autenrieth)

(θῆσθαι): milk-sucking, sucking; νεβροί, Od. 4.336 and Od. 17.127.

Spanish (DGE)

(γᾰλᾰθηνός) -ή, -όν

• Grafía: graf. -θεινός SIG 1015.32 (Halicarnaso III a.C.)
1 de anim. de leche, lechal νεβροί Od.4.336, cf. Anacr.28.2, πρόβατα Hdt.1.183, ἄρνες καὶ χοῖροι Crates Com.1, cf. Theoc.18.41, LXX Si.46.16, 1Re.7.9, I.AI 6.25, IEryth.207.2, 19 (II a.C.), Gal.17(2).69, Orib.2.68.2, 3, 5, 7, op. τέλεα Pherecr.49, cf. Hp.Aff.43, SIG l.c., ὗς Pherecr.33, cf. Arist.HA 603b25, ἔριφοι PCair.Zen.429.17 (III a.C.), αἶγες Orph.L.219, γ. (δέλφαξ) ἀπὸ γάλακτος lechón, DP 4.46, cf. POxy.3634.15 (V d.C.).
2 de niños lactante, niño de pecho τέκος Simon.48.2, βρέφη Clearch.61, ἦθος Simon.38.8.