ἀποτινάσσω
English (LSJ)
[ῐ],
A shake off, E.Ba.253:—Med., ἀποτινάξασθαι Gal.6.821; ἀποτετίνακται τὸ ῥῆμα τῶν ὄνων has got rid of it, LXX1 Ki.10.2.
German (Pape)
[Seite 331] abschütteln, wegwerfen, Eur. Bacch. 253; Sp.
Greek (Liddell-Scott)
ἀποτῐνάσσω: ἐκτινάσσω, ἀποσείω, οὐκ ἀποτινάσσεις κισσόν; Εὐρ. Βάκχ. 253: - Μέσ., ἀποτινάξασθαι Γαλην. 6. 821· ἀποτετίνακται τὴν φροντίδα, ἀπηλλάγη αὐτῆς, «τὴν ἐτίναξεν ἀπεπάνω του», Ἑβδ.
French (Bailly abrégé)
faire tomber en secouant.
Étymologie: ἀπό, τινάσσω.
Spanish (DGE)
(ἀποτῐνάσσω) 1 en v. act. sacudir, agitar κισσόν E.Ba.253, τοὺς χιτῶνας en la danza cómica, Sch.Ar.Ach.346a, τὸν κονιορτὸν ἀπὸ τῶν ποδῶν ὑμῶν Eu.Luc.9.5
•sacudir, quitar de una sacudida o golpe τὸ θηρίον εἰς τὸ πῦρ Act.Ap.28.5
•cortar de un tajo τὴν κεφαλήν A.Paul.p.10.26
•fig. sacudir, destruir τὸ ἁγίασμα αὐτοῦ LXX La.2.7, cf. Sm.Ez.39.3.
2 en v. med. sacudirse, quitarse de encima, desembarazarse de ἕως ἅπαν τὸ ἀχυρῶδες ἀποτινάξηται Gal.6.821, τὴν νεκρότητα τῆς σαρκός Meth.Res.1.47 (p.294.3), abs. LXX Id.16.20, Thd.Id.16.20, Chrys.M.60.430
•fig. desentenderse τὸ ῥῆμα τῶν ὄνων del asunto de los burros LXX 1Re.10.2, cf. Synes.Insomn.19 (p.185), τὴν ἀποστολικὴν ... πίστιν Ath.Al.M.26.20A.