ἁγίασμα
Ξένος ὢν ἀκολούθει τοῖς ἐπιχωρίοις νόμοις → Terrae, ubi versaris peregre, obsequere legibus → Als Fremder folge dem Gesetz des Gastlandes
English (LSJ)
-ατος, τό,
A = ἁγιαστήριον, LXX Am. 7.13,al.
II holiness, ib. Ps.92(93).5.
Spanish (DGE)
-ματος, τό
I 1objeto sagrado, santo ἐπιθήσεις τὸ πέταλον τὸ ἁ. ἐπὶ τὴν μίτραν LXX Ex.29.6, esp. del sello ἐκτύπωμα σφραγῖδος, ἁ. κυρίου LXX Ex.28.36, Si.45.12, γράμματα ἐκτετυπωμένα σφραγῖδος, ἁ. κυρίῳ LXX Ex.36.37, cf. Gr.Nyss.M.46.784B.
2 lugar santo, santuario καὶ ποιήσεις μοι ἁ. LXX Ex.25.8, τὴν σταφυλὴν τοῦ ἁ. σου οὐκ ἐκτρυγήσεις LXX Le.25.5, ὅτι ἁ. βασιλέως ἐστι LXX Am.7.13, τὰ δεξιὰ μέρη τοῦ ἁ. Herm.Vis.3.2.1, θρόνος δόξης ὑψωμένος ἁ. ἡμῶν LXX Ie.17.12, del κόσμος Ph.1.337.
II 1santificación, santidad τῷ οἴῳ σου πρέπει ἁγίασμα, κύριε LXX Ps.92.5, Ιερουσαλημ πόλις ἁγιάσματος LXX Psalm.Salom.8.4, cf. 11.7.
2 sacramento, sacrificio Basil.M.32.804A
•rito de purificación, PMag.4.522.
German (Pape)
[Seite 14] τό, geweihter, heiliger Ort, VLL, K. S.
Greek (Liddell-Scott)
ἁγίασμα: -ατος, τό, (ἁγιάζω), ἅγιον, ἱερόν, ἡγιασμένον· «οὐ βρωθήσεται, ἁγίασμα γάρ ἐστι.» Ο΄, Ἕξοδ. 29, 34. β) ἁγιαστήριον, ἡ σκηνὴ τοῦ μαρτυρίου, ὁ ναός. Ἔξοδ. 25, 7. Παραλ. Α΄, 22, 19. Β΄, 26, 18. Ἰουδὶθ 5, 19. Ψαλμ. 95, 6. Σειρὰχ 36, 18, 47, 13. Ἡσαΐ. 8, 44. Μακκ. Α΄, 1, 21, 39. κτλ. γ) ἡ ἁγία τράπεζα Χριστιανικοῦ ναοῦ, Εὐσέβ. ΙΙ, 677Α. δ) τὰ συστατικὰ τῶν μυστηρίων τῆς μεταλήψεως, συνήθως ἐν τῷ πληθ. Γρηγ. Θ. 1048Β. Βασ. IV, 797A, B. 804A. Γρηγ. Νύσσ. ΙΙ, 225C. ε) ἡγιασμένον ὕδωρ, ἁγιασμός· «ἁγίασμα τῶν Φώτων», Κ. Πορφ. Ἔκθ. Βασ. Τάξ. 141, 13. ζ) ἁγιότης, ἁγιωσύνη, Ψαλμ. 92, 5. Σειρὰχ 45, 12.
Léxico de magia
τό rito de purificación ἁγίοις ἁγιασθεὶς ἁγιάσμασι consagrado por medio de sagrados ritos de purificación P IV 522