ἀσαλής

Revision as of 12:18, 21 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (big3_7)

English (LSJ)

ές,

   A unthinking, careless, μανία A.Fr.319; cf. ἀσάλειν.

German (Pape)

[Seite 368] ές, dasselbe, Aesch. frg. 368 μανία.

Greek (Liddell-Scott)

ἀσᾰλής: -ές, = τῷ προηγ., «ἀσαλής, ἡ ἄφροντις, ἡ μηδενὸς φροντίζουσα· σάλη γὰρ ἡ φροντίς. ἀσαλὴς ὁ ἀμέριμνος, Αἰσχύλος, «ἀσαλὴς μανία»: οὕτως Ἡρωδιανὸς καὶ Ἀπολλόδωρος» Ἐτυμ. Μ. 151, 47.

Spanish (DGE)

(ἀσᾰλής) -ές
despreocupado ἀ. θεόθεν μανία A.Fr.319.

• Etimología: Deriv. de σάλος c. ἀ- priv.