ἀσαλής
English (LSJ)
ές,
A unthinking, careless, μανία A.Fr.319; cf. ἀσάλειν.
German (Pape)
[Seite 368] ές, dasselbe, Aesch. frg. 368 μανία.
Greek (Liddell-Scott)
ἀσᾰλής: -ές, = τῷ προηγ., «ἀσαλής, ἡ ἄφροντις, ἡ μηδενὸς φροντίζουσα· σάλη γὰρ ἡ φροντίς. ἀσαλὴς ὁ ἀμέριμνος, Αἰσχύλος, «ἀσαλὴς μανία»: οὕτως Ἡρωδιανὸς καὶ Ἀπολλόδωρος» Ἐτυμ. Μ. 151, 47.
Spanish (DGE)
(ἀσᾰλής) -ές
despreocupado ἀ. θεόθεν μανία A.Fr.319.
• Etimología: Deriv. de σάλος c. ἀ- priv.