Δεύνυσος
English (LSJ)
ὁ, Ion. for Διόνυσος, Anacr.2.11:—from δεῦνος, Indian for βασιλεύς, acc. to EM259.32:
A v. Δεονῦς.
Greek (Liddell-Scott)
Δεύνῡσος: ὁ, Ἰων. ἀντὶ τοῦ Δεόνυσος, Διόνυσος, ἴδε Bgk. Ἀνακρ. 2, (Κατὰ τὸ Μ. Ἐτυμ. 259. 32, δεῦνος εἶνε Ἰνδικὴ λέξις = βασιλεύς, ἴδε Pott. Et. Forsch. 1, 102).
Spanish (DGE)
v. Διόνυσος.