διηγέομαι

Revision as of 12:25, 21 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (big3_11)

English (LSJ)

   A set out in detail, describe, [ἔργα] Heraclit.1; πρᾶγμα Ar. Av.198; τὴν ἀλήθειαν περί τινος Antipho1.13, cf. Th.6.54, Pl.Prt. 310a, al.; περὶ ταύτης εἰπεῖν καὶ διηγήσασθαι D.21.77: c. acc. pers., οἷον . . σὺ τοῦτον διηγῇ such as you describe him, Pl.Tht.144c.

Greek (Liddell-Scott)

διηγέομαι: ἀποθ., ἐκθέτω λεπτομερῶς, ἀφηγοῦμαι, περιγράφω, τὸ πρᾶγμα Ἀριστοφ. Ὄρν. 198· τὴν ἀλήθειαν περί τινος Ἀντιφῶν 113. 2· ἀκολούθως παρὰ Θουκ. 6. 54, Πλάτ., κτλ.· περὶ ταὐτης εἰπεῖν καὶ διηγήσασθαι Δημ. 539. 20· μετ' αἰτ. προσ., οἷον… σὺ τοῦτον διηγεῖ, ὁποῖον σὺ περιγράφεις αὐτόν, Πλάτ. Θεαιτ. 144C. - Πρβλ. Κόντου Γλωσσ. Παρατ. σ. ιβ' καὶ 471.

French (Bailly abrégé)

-οῦμαι;
exposer en détail, raconter, décrire, acc..
Étymologie: διά, ἡγέομαι.

Spanish (DGE)

• Morfología: [fut. act. διηγήσω PStras.233.4 (III d.C.)]
I tr.
1 exponer, referir, narrar c. ac. de abstr. (ἔργα) Heraclit.B 1, (ἐρωτικὴν ξυντυχίαν) Th.6.54, τὸ πρᾶγμα Ar.Au.198, τὸν Παυσανίου λόγον Pl.Smp.180c, cf. Prt.310a, Tht.158c, τὸ ὄναρ X.An.4.3.8, cf. 2.1.29, τὴν ἀλήθειαν Antipho 1.13, cf. Is.1.32, ἅπαντα τὰ πραχθέντα D.37.3, cf. 21.36, 33.10, Men.Asp.22, Anticl.4, LXX Es.10.3, Plb.38.6.2, D.H.Pomp.5.6, D.S.24.12, Ph.1.217, I.Vit.311, Eu.Luc.8.39, Sor.125.5, Ath.190f, 330c, Plu.Per.16, D.L.9.74, X.Eph.5.4.3, Aristid.Or.35.28, γῆρας διηγοῦμαι me estoy refiriendo a la vejez Longin.9.14, τὴν ἑαυτοῦ γνώμην Luc.Nigr.3, cf. Herm.34, Paus.1.14.2, Arr.Epict.2.17.36, Lib.Ep.730.3, PRein.48.5 (II d.C.), Aristid.Quint.3.26, Philostr.Her.7.2, Ach.Tat.2.12.2, ἵνα σοι κατὰ πρόσωπον διηγήσομαι τὰ συμβάντα μοι para contarte en persona lo que me ha sucedido, PLond.479.7 (III d.C.), cf. Gr.Nyss.Pss.58.13, BGU 846.14 (II d.C.), D.C.52.8.8, Chrys.M.47.322, Origenes Io.10.11, c. ac. int. ἃ διηγεῖται Hp.Epid.6.2.24, δ. ... τὸ διήγημα Aeschin.Ep.4.5, c. complet. de inf. καθάπερ Ἀριστοτέλης ... διηγεῖτο τοὺς πλείστους ... παθεῖν Aristox.Harm.39.8, cf. Luc.Charid.10, c. ὡς Thphr.Char.8.5, Aesop.306, Hld.2.14.3, c. interr. indir. οἵαν ... δίαιταν κατεσκεύασε X.Lac.5.1, cf. Eq.10.5, Ph.2.590, I.AI 11.185, Eu.Marc.5.16, Act.Ap.9.27, Longus 3.8.1, X.Eph.2.9.4
introduciendo estilo dir. περὶ τῆς ... κατασκευῆς οὕτως ... διηγεῖται· I.Ap.1.196, cf. Ach.Tat.1.12.2, c. adverb. o giros adv. y prep. τερατωδεστέρως διηγεῖσθαι Hp.Prorrh.2.3, cf. Ar.V.1196, ἀκριβῶς δ. Lys.1.20, Aeschin.2.155, ἔργον ῥήτορος ... διηγήσασθαι πρὸς πιθανότητα Arist.Fr.133, cf. Rh.1417b13, D.H.Th.13.3, ἐντεῦθεν ἄρξομαι διηγεῖσθαι fórmula empleada en oratoria para pasar a la exposición tras el proemio, Isoc.19.4, cf. Lys.13.4, περὶ παρθένων τινῶν διηγούμενος Ath.608a
c. distrib. enumerar τὰς ... ἀποικίας καθ' ἕκαστον las colonias una por una And.3.9
explicar τὸ ὄνομα σοῦ τοῖς ἀδελφοῖς μου LXX Ps.21.23, en comentario al mismo pasaje διήγησαί μοι τὸν πατέρα σου τὸν θεόν háblame de Dios tu padre Clem.Al.Prot.11.113, c. interr. dir. δ., τί ἐστι τὸ πονεῖν Origenes Hom.6.2 in Ier.(p.48).
2 explicar como c. dos ac. τὸν δὲ ἐν Καφαρναοὺμ υἱὸν αὐτοῦ διηγεῖται τὸν ἐν ὑποβεβηκότι μέρει τῆς μεσότητος τῷ πρὸς θάλασσαν Origenes Io.13.60, c. ac. y ἀντί c. gen. τὸ «Ἐξῆλθον δὲ ἐκ τῆς πόλεως» διηγήσατο ἀντὶ τοῦ ἐκ τῆς προτέρας αὐτῶν ἀναστροφῆς οὔσης κοσμικῆς Origenes Io.13.31.
3 c. ac. de pers. describir τοῦτον Pl.Tht.144c.
II intr. hablar, conversar μετ' αὐτοῦ Aesop.301.