desacuerdo
Spanish > Greek
διακοπή, διχοφωνία, διχογνωμοσύνη, διένεξις, διχόνοια, διαφωνία, ἀναρμοστία, ἀμφισβήτημα, διθυμία, ἀλλοτριότης, διαφορά
διακοπή, διχοφωνία, διχογνωμοσύνη, διένεξις, διχόνοια, διαφωνία, ἀναρμοστία, ἀμφισβήτημα, διθυμία, ἀλλοτριότης, διαφορά