διένεξις
From LSJ
γενέται καὶ πατρὶς ἔχουσιν ὀστέα → my parents and my fatherland have my bones
Greek (Liddell-Scott)
διένεξις: -εως, ἡ, διαφορά, μεταγ. Ἴδε Κόντ. ἐν Γλωσσ. Παρ. σ. 97 - 97.
Spanish (DGE)
-εως, ἡ
1 desacuerdo περὶ δὲ τοῦ μερισμοῦ ... πολλή τις ἐγένετο δ. καὶ ἀμφιβολία τοῖς ἀστρολόγοις Heliod.Neop.75.25, ἡ πρὸς ἡμᾶς δ. Leont.H.Monoph.M.86.1805A.
2 diferencia, matiz ἀπονέμειν πᾶσι τὸ δίκαιον κατὰ τὰς ἰδίας διαφοράς τε καὶ διενέξεις Sch.Th.2.37 (p.131).