interrupción
Spanish > Greek
ἐγκοπή, ἐκκοπή, ἀπόληψις, διάσπασμα, διέκπαυσις, ἀνακοπή, διακοπή, διάλειψις, ἀκινησία, διακωχή, ἀποσύστασις, διανάπαυσις, διανάπαυμα, διάπαυμα, διαστολή
ἐγκοπή, ἐκκοπή, ἀπόληψις, διάσπασμα, διέκπαυσις, ἀνακοπή, διακοπή, διάλειψις, ἀκινησία, διακωχή, ἀποσύστασις, διανάπαυσις, διανάπαυμα, διάπαυμα, διαστολή