ἀπόληψις

From LSJ

οὕτως ἔσονται οἱ ἔσχατοι πρῶτοι καὶ οἱ πρῶτοι ἔσχατοι· πολλοὶ γάρ εἰσι κλητοί, ὀλίγοι δὲ ἐκλεκτοί → so the last shall be first and the first last for many be called but few chosen

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀπόληψις Medium diacritics: ἀπόληψις Low diacritics: απόληψις Capitals: ΑΠΟΛΗΨΙΣ
Transliteration A: apólēpsis Transliteration B: apolēpsis Transliteration C: apolipsis Beta Code: a)po/lhyis

English (LSJ)

-εως, ἡ, (ἀπολαμβάνω IV)
A intercepting, cutting off, ὁπλιτῶν Th.7.54; stoppage, ἐπιμηνίων, οὔρων, Hp.Prorrh.1.51, 2.7, etc.; ὑδάτων Thphr. CP 3.21.1; imprisonment, πνεύματος ἐν τῇ γῇ Epicur.Ep. 2p.48U.; ἀ. ποδός constrained position, Hp.Art.62.
b refutation, Gal.5.261.
2 reception, τῆς φιλίας Phld.D.3Fr.84, cf. Str.10.2.25.
3 clamp, holdfast, Ph.Bel.57.44.
4 repayment, Phalar. Ep.27.

Spanish (DGE)

-εως, ἡ
• Alolema(s): ἀπόλημψις Hp.Liqu.6; eol. ἀπόλαμψις IG 12(2).28 (Mitilene)
I 1admisión τῆς φιλίας Phld.D.3.fr.84.
2 recepción de lo que es debido, devolución χρημάτων Phalar.Ep.27, UPZ 200.16 (II/I a.C.).
II 1acción de interceptar o cortar el paso ὁπλιτῶν Th.7.54.
2 interrupción, cese πνευμάτων Hp.Acut.(Sp.) 4, ἐπιμηνίων Hp.Prorrh.2.7, ὑδάτων Thphr.CP 3.21.1, ἀ. φλεβῶν estrangulamiento de las venas Hp.Acut.(Sp.) 6, 49, κάτωθεν ἀπολήμψιες retenciones en la parte baja e.d. en el vientre Hp.Liqu.l.c.
compresión πνεύματος ἐν τῇ γῇ Epicur.Ep.[3] 105
posición forzada ποδός Hp.Art.62.
III sujeción, grapa Ph.Bel.57.44.

German (Pape)

[Seite 312] ἡ, 1) Aufnahme. – 2) Anhalten, Abschneiden, τῶν ὁπλιτῶν Thuc. 7, 54; Hemmen, Hippocr.

French (Bailly abrégé)

εως (ἡ) :
action de couper (des troupes).
Étymologie: ἀπολαμβάνω.

Russian (Dvoretsky)

ἀπόληψις: εως ἡ воен. перехватывание, отрезывание, обход (τῶν ὁπλιτῶν Thuc.).

Greek (Liddell-Scott)

ἀπόληψις: -εως, ἡ, (ἀπολαμβάνω IV.) παραλαβή, μέλλησις… ἀπολήψεως Φαλάρ. Ἐπιστ. 11· ἀπόκλεισις, ἀποκώλυσις, ὁπλιτῶν Θουκ. 7. 54· ἐπίσχεσις ἐπιμηνίων, οὔρων, Ἱππ. 91C, 71D, κτλ.· ὑδάτων Θεόφρ. Αἰτ. Φ. 3. 21, 1· ἀπ. ποδός, ἡ στάσιςθέσις αὐτοῦ, Ἱππ. π. Ἄρθρ. 827· ἴδε Foës, Oecon.

Greek Monotonic

ἀπόληψις: -εως, ἡ (ἀπολαμβάνω IV), αποκλεισμός, παρεμπόδιση, σε Θουκ.

Middle Liddell

ἀπολαμβάνω IV]
an intercepting, cutting off, Thuc.

Mantoulidis Etymological

(=παραλαβή, ἀνάκτηση). Ἀπό τό ἀπολαμβάνω. Δές γιά περισσότερα παράγωγα στό ρῆμα λαμβάνω.

Lexicon Thucydideum

interceptio, interception, blocking, 7.54.1.