φανερόω
English (LSJ)
A make manifest, σεαυτὸν τῷ κόσμῳ Ev.Jo.7.4, cf. 2.11, 2 Ep.Cor.5.10 (Pass.); reveal, make clear, τινὶ τὴν ἀλήθειαν POxy.925.4 (v A. D.); ἀληθῆ πεφανέρωται have been demonstrated, Olymp. Alch.p.88 B. II make known or famous, D.H.10.37:—Pass., become so, ἐφανερώθη ἐς τοὺς Ἕλληνας δαπάνῃσι μεγίστῃσι Hdt.6.122.
German (Pape)
[Seite 1254] sichtbar, offenbar machen, erklären, zeigen, bes. N. T. – Auch bekannt, berühmt machen; pass., ἐφανερώθη ἐς τοὺς Ἕλληνας μεγίστῃσι δαπάνῃσι Her. 6, 122, er wurde bei den Griechen bekannt od. berühmt; einzeln auch bei Sp.
Greek (Liddell-Scott)
φᾰνερόω: φανερὸν ποιῶ, φανερώνω, ἑαυτὸν τῷ κόσμῳ Εὐαγγ. κ. Ἰῳ. ζ΄, 4. πρβλ. β΄, 11. ― Πάθητ., Β΄ Ἐπιστ. πρὸς Κορινθ. ε΄, 10. ΙΙ. καθίστημι γνωστὸν ἢ περίφημον, ταῡτ’ ἔστι τὰ φανερώσαντά με καὶ εἰς ἡγεμονίαν προαγαγόντα γενναῖα ἔργα Δίον. Ἁλ. 10. 37. ― Παθητ., γίνομαι γνωστὸς ἢ περίφημος, ἐφανερώθη ἐς τοὺς Ἕλληνας μεγίστῃσι δαπάνῃσι Ἡρόδ. 6. 122.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
ao. Pass. ἐφανερώθην;
faire connaître, rendre notoire ou célèbre.
Étymologie: φανερός.
English (Strong)
from φανερός; to render apparent (literally or figuratively): appear, manifestly declare, (make) manifest (forth), shew (self).