παρεκτός

Revision as of 17:44, 25 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (strοng)

English (LSJ)

Adv.

   A besides or except for a thing, c. gen., Ev.Matt.5.32, Act.Ap.26.29.    II abs., χωρὶς τῶν π. besides things external, 2 Ep.Cor.11.28.

German (Pape)

[Seite 514] adv., außer, außerhalb, LXX. u. N. T.

Greek (Liddell-Scott)

παρεκτός: Ἐπίρρ., ὡς καὶ νῦν, μετὰ γεν., παρεκτὸς λόγου πορνείας Εὐαγγ. κατὰ Ματθ. ε', 32, Πράξ. Ἀποστόλ. κϚ΄, 29. ΙΙ. ἀπολ., χωρὶς τῶν παρεκτός, ἐκτὸς τῶν ἐξωτερικῶν πραγμάτων, Β΄ Ἐπιστ. πρ. Κορ. ια΄, 28.

French (Bailly abrégé)

1 adv. hors, dehors, à l’extérieur;
2 prép. hors de, gén..
Étymologie: παρά, ἐκτός.

English (Strong)

from παρά and ἐκτός; near outside, i.e. besides: except, saving, without.