ἰάομαι

Revision as of 17:46, 25 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (strοng)

English (LSJ)

imper.ἰῶ (v. infr.), Ion. inf.

   A ἰᾶσθαι Hp.Loc.Hom.24 (ἰῆσθαι v.l. in Id.Morb.Sacr.13), Cypr. jᾶσθαι Inscr.Cypr.135.3H.: fut. ἰάσομαι E.HF1107, Aeschin.3.69; Ion. and Ep. ἰήσομαι Od.9.525, Archil. 13, (ἐξ-) Hp.Morb.1.6: aor. ἰασάμην E.Fr.1072, Pl.Phd.89a; Ion. ἰησάμην Il.5.899, Hp.Int.2:—Pass.(v. infr.). [ῑ- in Hom., etc.; also ῐ, E.Hipp.597]:—heal, cure, in pres. and impf., attempt to cure, treat, of persons or bodies, etc., τινα Il.12.2, Hdt.3.134, etc.; τοὺς κάμνοντας Pl.Plt.299a, cf. 293b; ὀφθαλμόν Od.9.525; τὸ σῶμα S.Tr.1210: abs., Od.9.520, Il.5.899: prov., ὁ τρώσας ἰάσεται Mantiss.Prov.2.28.    2 cure. treat, of diseases, νόσους Pi.P.3.46, cf. E.Hipp.597, Pl.Prt.340e, Chrm.156b, etc.; σμύρνῃσι ἰ. τὰ ἕλκεα Hdt.7.181: metaph., remedy, δύσγνοιαν, ἀδικίαν ἰᾶσθαι, E.HF1107, Or.650; ἀτυχίας Isoc.6.101; δωροδόκημα Aeschin.3.69; ἀσάφειαν Arr.Tact.1.3: prov., μὴ τῷ κακῷ τὸ κακὸν ἰῶ, i.e. do not make bad worse, Hdt.3.53, cf. Th.5.65; μὴ κακοῖς ἰῶ κακά A.Fr.349; κακοῖς ὅταν θέλωσιν ἰᾶσθαι κακά S.Fr.77: abs., οὔτε τι γὰρ κλαίων ἰήσομαι Archil.13.    3 cure the effects of, counteract, ἄκρατος ἰ. τὸ κώνειον Plu.2.653a.    4 repair, τὸ βλαβέν Pl.Lg.933e; τὴν φύσιν τὴν ἀνθρωπίνην Id.Smp.191d; θυσιαστήριον LXX 3 Ki.18.32; δίκελλαν Lib.Decl.27.3.    II Act. only aor.1 ἰάσαμεν Gal.10.453; part. ἰάσαντες Sch.E.Hec.1236: aor. ἰάθην is always Pass., be healed, recover, And.2.9, AP6.330 (Aeschin.), IG4.951.113(Epid.), etc.; ἀπὸ τῶν νόσων Ev.Luc.6.17; Ion. ἰήθην Hp.Mul.1.3, Int.1: fut. ἰαθήσομαι Luc.Asin.14, Gp.12.25.3, Gal.10.377; ἰάσομαι Aristid.2.317 J.: pf. ἴᾱμαι Ev.Marc.5.29.

Greek (Liddell-Scott)

ἰάομαι: προστ. ἰῶ, ἴδε κατωτ., Ἰων. ἀπαρ. ἰῆσθαι Ἱππ. 308. 38: μέλλ. ἰάσομαι, Εὐρ., κλ.· Ἰων. καὶ Ἐπικ. ἰήσομαι, Ὀδ., Ἱππ.: ἀόρ. ἰασάμην, Εὐρ., Πλάτ.· Ἰων. ἰησάμην, Ἰλ., κτλ.· - περὶ τοῦ Παθ. ἴδε κατωτ.· - ῑᾱ- παρ’ Ὁμ. κτλ.· βραδύτερον καὶ ῐ, Εὐρ. Ἱππ. 597, Ἀνθ.. (Ἡ ῥίζα ἀμφίβολος). Ἰατρεύω, θεραπεύω τινὰ Ἰλ. Ν. 2· ὀφθαλμὸν Ὀδ. Ι. 525· ἀπολ., αὐτόθι 520, Ἰλ. Ε. 899· οὕτω παρ’ Ἡροδ. 3. 134, κτλ.· ἰᾶσθαι τοὺς κάμνοντας Πλάτ. Πολιτικ. 299Α· τὸ σῶμα Σοφ. Τρ. 1210· τὸ σῶμα τῶν παθῶν, θεραπεύειν αὐτὸ ἐκ τῶν παθῶν, Κλήμ. Ἀλ. 559. 2) νόσους ἰᾶσθαι, κυρίως ἐπὶ ἰατρῶν, Πινδ. Π. 3. 81, πρβλ. Εὐρ. Ἱππ. 597, κτλ., Πλάτ. Πρωτ. 340Ε· σμύρνῃσι ἰ. τὰ ἕλκεα Ἡρόδ. 7. 181· - μεταφ., δύσγνοιαν, ἀδικίαν ἰᾶσθαι Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 1107, Ὀρ. 649, πρβλ. Ἰσοκρ. 136Ε, Αἰσχίν. 63. 31· ἰ. δίκελλαν, ἐπισκευάζειν, Λιβάν. 4. 613· παροιμ., μὴ τῷ κακῷ τὸ κακὸν ἰῶ, δηλ. μὴ ποίει τὸ κακὸν χειρότερον, Ἡρόδ. 3. 53, πρβλ. Θουκ. 5. 65· μὴ κακοῖς ἰῶ κακὰ Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 417· κακοῖς ὅταν θέλωσιν ἰᾶσθαι κακὰ Σοφ. Ἀποσπ. 98. 3) θεραπεύω τὰ ἀποτελέσματα δηλητηρίου, ἐνεργῶ ὡς ἀντιφάρμακον, ἄκρατος ἰ. τὸ κώνειον Πλούτ. 2. 653Α. ΙΙ. μέλλ. καὶ ἀόρ. ἐνεργ. ἀπαντῶσι παρὰ μεταγεν., ἰάσουσα, Νικήτ. Εὐγ. 3. 148, ἰάσαμεν, Γαλην.· - ὁ ἀόρ. ἰάθην εἶναι ἀείποτε Παθ., ἐθεραπεύθην, «ἀνέλαβα», Ἀνδοκ. 20. 46, Ἀνθολ. Π. 6. 330, Γαλην., Καιν. Δ.· Ἰων. ἰήθην, Ἱππ. 532. 42· οὕτω μέλλ. ἰαθήσομαι, Λουκ. Ὄν. 14, Γεωπ.· ἰάσομαι, Ἀριστείδ. 2. 317: πρκμ. ἴᾱμαι, Εὐαγγ. κ. Μάρκ. ε΄, 29.

French (Bailly abrégé)

-ῶμαι;
impf. ἰώμην, f. ἰάσομαι, ao. ἰασάμην, pf. ἴαμαι;
Pass. f. ἰαθήσομαι, ao. ἰάθην, pf. ἴαμαι;
1 soigner, guérir, acc.;
2 Pass. être guéri, délivré d’un mal.
Étymologie: DELG pas d’étym. sûre.

English (Slater)

ῑάομαι
   1 heal καί ῥά μιν πόρε Κενταύρῳ διδάξαι πολυπήμονας ἀνθρώποισιν ἰᾶσθαι νόσους (P. 3.46)

Spanish

curar

English (Strong)

middle voice of apparently a primary verb; to cure (literally or figuratively): heal, make whole.