σαλπίζω

Revision as of 17:49, 25 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (strοng)

English (LSJ)

fut.

   A -ιῶ LXX Nu.10.4: aor. ἐσάλπιγξα X.An.1.2.17, Archipp.19; Ep. σάλπιγξα (v. infr.):—later, fut. σαλπίσω 1 Ep.Cor.15.52: aor. ἐσάλπισα LXX Jo.6.13, Luc.Ocyp.114, Ath.4.130b, etc.:—Pass., pf. σεσάλπιγκται (περι-) Eudamidas ap. Stob.4.13.65:—σαλπίσσω is Tarentine, Eust.1654.24, An.Ox.1.62; σαλπίττω Att., ap. Phot., Luc.Jud.Voc.10, v.l. in Poll.4.86; σαλπίδδω Boeot., An.Ox.4.325:—sound the trumpet, σάλπιγξι ῥυθμοὺς σ. X.An.7.3.32: c. acc. cogn., σ. πολέμου κτύπον Batr.200; σ. ἀνακλητικόν AP11.136 (Lucill.); λιγὺν ἦχον Hedyl. ap. Ath.11.497d; τὸ . . δείπνου σημεῖον Ath.4.130b: abs., ὅταν ποιῇς ἐλεημοσύνην, μὴ σαλπίσῃς ἔμπροσθέν σου Ev.Matt.6.2: metaph., ἀμφὶ δὲ σάλπιγξεν μέγας οὐρανός heaven trumpeted around, Il.21.388: impers., ἐπεὶ ἐσάλπιγξε (sc. ὁ σαλπιγκτής) when the trumpet sounded, X.An.1.2.17, cf. 1 Ep.Cor.15.52.    2 c. acc., ἡμέραν σ. proclaim, announce day, of the cock, Luc.Ocyp.114.

German (Pape)

[Seite 860] fut. σαλπ ίγξω u. s. w., erst später auch σαλπίσω, trompeten, die Trompete blasen, ein Zeichen auf der Trompete geben; σάλπ ιγξιν σαλπίζοντες, Xen. An. 7, 3, 32, u. A.; auch absolut, ἐπεὶ ἐσάλπιγξε, wo man sich σαλπιγκτής ergänzt, etwa nachdem es geblasen hatte, 1, 2, 17; übertr. ἀμφὶ δὲ σάλπ ιγξε μέγας οὐρανός, rings trompetete der Himmel, vom Donner, als Zeichen zum Kampfe, Il. 21, 388; Luc. Ocyp. 114 vom Hahne, ἀλέκτωρ ἡμέ ραν ἐσάλπισεν, er kündigte durch sein Krähen

Greek (Liddell-Scott)

σαλπίζω: μέλλ. -ιῶ Ἑβδ. (Ἀριθμ. Ι΄, 4)· ἀόρ. ἐσάλπιγξα Ξεν. Ἀν. 1. 2, 17, Ἄρχιππος ἐν «Ἰχθύσιν» 11· Ἐπικ. σάλπιγξα Ἰλ.· - μεταγεν. μέλλ. σαλπίσω Α΄ Ἐπιστ. πρ. Κορινθ. ιε΄, 52· ἀόρ. ἐσάλπισα Λουκ. Ὠκύπ. 114, Ἑβδ., κλ. - Παθ., πρκμ. σεσάλπιγκται Εὐδαίμ. παρὰ Στοβ. 366. 54· σεσάλπισται (περι-) Πλούτ. 2. 192Β, 220Ε· - σαλπίσσω εἶναι τῶν Ταραντίνων, Εὐστ. 1654, Ἀνέκδ. Ὀξων. 1. 62· σαλπίττω, Ἀττ. παρὰ Φωτ. καὶ Λουκ. ἐν Δίκῃ Φωνηέντων 10· σαλπίδδω Βοιωτ., Ἀνέκδ. Ὀξων. 4. 325. Δίδω σημεῖον διὰ σάλπιγγος, σαλπίζω, ὡς καὶ νῦν, σάλπιγξι σαλπ. Ξεν. Ἀνάβ. 7. 3, 32· μετὰ συστοίχ. αἰτιατ., σαλπ. πολέμου κτύπον Βατραχομυομαχ. 203· ῥυθμοὺς Ξεν. Ἀν. 7. 3, 32· σαλπ. ἀνακλητικὸν Ἀνθ. Π. 11. 36· λιγὺν ἦχον αὐτόθι παράρτ. 30· τὸ … δείπνου σημεῖον Ἀθήν. 130Β· μεταφορ., ἀμφὶ σὲ σάλπιγξε μέγας οὐραμὸς, ὁ οὐρανὸς ἐσάλπιγξε …, ἐπὶ τῆς βροντῆς ἐκλαμβανομένης ἀντὶ σημείου πρὸς μάχην, Ἰλ. Φ. 388, πρβλ. Wern. εἰς Τρυφιόδ. (γραπτ. Τριφιόδ-.) 327· - ἀπροσ., ἐπεὶ ἐσάλπιγξε (δηλ. ὁ σαλπιγκτής), ὅτανσάλπιγξ ἤχησε, Ξεν. Ἀνάβ. 1. 2, 17· πρβλ. σημαίνω ΙΙ. 2, κηρύσσω Ι. 2. 2) μετ’ αἰτ., σ. ἡμέραν, προαγγέλω, ἀναγγέλω τὴν ἡμέραν, ἐπὶ τοῦ ἀλεκτρυόνος, Λουκ. Ὠκύπ. 114.

French (Bailly abrégé)

f. σαλπιῶ, ao. ἐσάλπιγξα, ao. réc. ἐσάλπισα, pf. inus.
1 sonner de la trompette ; avec un acc. : σ. ῥυθμούς XÉN marquer la mesure en sonnant de la trompette ; fig. ἡμέραν LUC annoncer le jour comme avec une trompette en parl. du coq;
2 sonner, résonner en parl. de la trompette : ἐπεὶ ἐσάλπιγξε XÉN lorsque la trompette eut résonné ; p. anal. en parl. du tonnerre.
Étymologie: σάλπιγξ.

English (Autenrieth)

only aor., σάλπιγξεν, fig., resounded, quaked, Il. 21.388†.

English (Strong)

from σάλπιγξ; to trumpet, i.e. sound a blast (literally or figuratively): (which are yet to) sound (a trumpet).