ἐκδιηγέομαι
English (LSJ)
A tell in detail, Hp.Prog.I, Arist.Rh.Al.1434b4, Ph.2.118, LXX Jb.12.8, etc.
German (Pape)
[Seite 757] ganz, durch-, auserzählen, Sp., wie Ios.
Greek (Liddell-Scott)
ἐκδιηγέομαι: ἀποθ., διηγοῦμαι λεπτομερῶς, Ἱππ. Προγν. 36, Ἀριστ. Ρητ. π. Ἀλεξ. 23, 3· καὶ τί δεῖ κατὰ μέρος ἐκδιηγεῖσθαι τὰς συμφοράς; Ἰωσήπ. Ἰουδ. Πόλ. 5. 13, 7.
Spanish (DGE)
• Morfología: [pres. ind. 3a plu. ἐκδιηγεῦνται Aret.SA 1.5.2; impf. sin aum. 3a plu. ἐκδιηγοῦντο Ph.2.89]
1 explicar con detalle c. ac. de cosa o abstr. ὁκόσα τε παραλείπουσιν οἱ ἀσθενέοντες ἐκδιηγούμενος Hp.Prog.1, τὰς προφάσεις Anaximen.Rh.1434b4, τὴν τέχνην D.H.Is.15.4, τὴν ἡλικίαν Gal.6.59, τὰς αἱρέσεις Hippol.Haer.9.6
•abs. hacer un relato detallado καὶ ἐξαναστάντες ἐκδιηγεῦνται, ὡς ... παταχθέντες y al volver en sí hacen un relato detallado, como si de verdad hubieran sido atacados ref. a epilépticos, Aret.l.c.
2 en cont. narrativo contar, narrar ἃ ἑόρακα ἐκδιηγήσομαι LXX Si.42.15, cf. 44.8, Hb.1.5, τὰ συμβάντα Ph.l.c., cf. 118, τὰς συμφοράς I.BI 5.567, τὰ παρὰ τοῦ ἀγγέλου I.AI 5.279, τὴν ἐπιστροφὴν τῶν ἐθνῶν Act.Ap.15.3, cf. Hld.8.9.20.
English (Strong)
from ἐκ and a compound of διά and ἡγέομαι; to narrate through wholly: declare.
English (Thayer)
ἐκδιηγοῦμαι; deponent middle; properly, to narrate in full or wholly; universally, to relate, tell, declare: τί, Aristotle, rhet. Alex. 23, p. 1434{b}, 4); Josephus, (Philo), Galen (others); the Sept..)