ἄμμος
English (LSJ)
(A), or ἅμμος (cf. ὕφ-αμμος), ἡ,
A sand, Pl.Phd.110a, etc. II sandy ground, racecourse, X.Mem. 3.3.6. (Related to ἄμαθος as ψάμμος to ψάμαθος.)
ἄμμος (B), Aeol.
A = ἁμός (A), q. v.
German (Pape)
[Seite 126] ἡ, wie ψάμμος, Sand, obgleich Moeris letztere Form für attisch erklärt, Plat. Phaed. 110 a; Sandplatz zum Reiten, Xen. Mem. 3, 3, 6; Mörtel, Theophr.; Puzzolanerde, Strab. V, 245.
Greek (Liddell-Scott)
ἄμμος: ἢ ἅμμος, (πρβλ. ὕφαμμος) ἡ, ὡς καὶ παρ’ ἡμῖν, Πλάτ. Φαίδων 110Α, κτλ. ΙΙ. ἀμμῶδες ἔδαφος, κατάλληλον δηλονότι πρὸς ἱπποδρομίαν, Ξεν. Ἀπομν. 3. 3, 6. (συγγεν. τῷ ἄμαθος ὡς τὸ ψάμμος πρὸς τὸ ψάμμαθος).
French (Bailly abrégé)
1ου (ἡ) :
1 sable;
2 arène sablée.
Étymologie: DELG v. ἄμαθος.
2éol. c. ἁμός.
Spanish (DGE)
v. ἁμός, -ά ,-όν.
Spanish (DGE)
-ου, ἡ
• Morfología: [τὸ ἄ. Ep.Rom.4.18 (ap. crít.)]
1 arena Pl.Phd.110a, Arist.HA 543b18, MA 698b16, Aen.Tact.18.3, 4, Lyc.247, BGU 1506.2 (III a.C.), Hero Aut.2.9, Plu.Fab.6, LXX Ex.2.12, Aq.De.33.19, Sm.De.33.19, D.C.Epit.9.23.2
•frec. en comparaciones y como símbolo de una magnitud incontable τοὺς ἀστέρας ὁπόσοι εἰσί, καὶ τὴν ἄμμον; Pl.Euthd.294b, ὡς ἡ ἄμμος τῆς γῆς LXX Ge.28.14, λαὸς ὡς ἡ ἄ. ἡ παρὰ τὴν θάλασσαν τῷ πλήθει LXX 1Re.13.5, cf. Ge.22.17, 28.14, Aq.3Re.4.20, Sm.3Re.4.20, Thd.Ie.33.22, Ep.Hebr.11.12
•en otras comparaciones τὸ δὲ σοφίας γένος ἄμμῳ γῆς ἐξομοιοῦται Ph.1.647.
2 arenal ἐπάγειν τοὺς πολεμίους ἐπὶ τὴν ἄμμον κελεύσεις, ἔνθαπερ εἰώθατε ἱππεύειν X.Mem.3.3.6, cf. SB 9792.4 (II a.C.), PRyl.153.5 (II a.C.).
3 gravilla, arena de construcción, mortero Mitteis Chr.1.273.12 (II/III a.C.), PMich.620.135 (III a.C.).
• Etimología: Cf. ἄμαθος.
English (Strong)
perhaps from ἅμα; sand (as heaped on the beach): sand.
English (Thayer)
ἡ, sand; see. to a Hebrew comparison ἄμμος τῆς θαλάσσης and ἄμμος ἡ παρά τό χεῖλος τῆς θαλάσσης are used for an innumerable multitude, sandy ground, Xenophon, Plato, Theophrastus often, Plutarch, the Sept. often.)