χρηματαγωγός

Revision as of 18:33, 28 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (3_47-test)

English (LSJ)

,

   A money-carrier, PHib.1.110.52, al. (iii B. C.).

Greek Monolingual

, Α
υπάλληλος επιφορτισμένος με τη μεταφορά χρημάτων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χρῆμα, χρήματος + ἀγωγός (πρβλ. δημ-αγωγός)].