τό, Dor. for χρέος.
[Seite 1374] τό, ep. statt χρέος; Maneth. 2, 309 v. l. für χρεῖος; χρήεσσι Ap. Rh. 3, 1198.
χρῆος: τό, Ἐπικ. ἀντὶ χρέος.
τὸ, Α(επικ. τ.) βλ. χρέος.