χρονιάρης

Revision as of 06:10, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (47b)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

-α, -ικο, Ν
1. αυτός που έχει ηλικία ενός έτους, χρονιάρικος
2. αυτός που έχει διάρκεια ενός έτους
3. φρ. «χρονιάρα μέρα» — γιορτάσιμη μέρα, επίσημη γιορτή.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χρόνος + κατάλ. -ιάρης (πρβλ. ταξιδ-ιάρης)].