Search results
- ἐν φωνή μεγάλη, κράζω λέγων, to cry out saying, etc., R G ἐκραύγασεν)); T Tr WH omit; L brackets λέγοντες); L T Tr WH ἐκραύγασαν); κράζω φωνή μεγάλη λέγων27 KB (2,834 words) - 07:42, 2 November 2024
- μσν. κραυγμός]. κραυγή: ἡ (κράζω), κραυγή, φωνή, τσίριγμα, ουρλιαχτό, Λατ. clamor, σε Ευρ., Ξεν. κραυγή: ἡ, (ἐκ √ΚΡΑΓ, κράζω) ὡς καὶ νῦν, τὸ κραυγάζειν11 KB (1,093 words) - 14:29, 16 November 2024
- τινὰ ἐς κόρακας ἐκ τῆς οἰκίας ὁ αὐτ. ἐν Νεφ. 123· ἐς κόρακας ἔρρειν ἐκ τῆς Ἀττικῆς Ἄλεξ. ἐν «Ἱππεῖ» 1. 4. (Αἱ φράσεις αὗται ἐγένοντο οὐχὶ ἐκ τῆς συνηθείας42 KB (4,377 words) - 22:07, 29 October 2024
- : καλέω, to call, invite, summon; κράζω, to cry, harshly or inarticulately, as animals; κραυγάζω, intensive of κράζω. βοάω expresses emotion, whether joy35 KB (3,982 words) - 13:55, 16 November 2024
- μέλλ. -άξω, Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 1054· (ἐκ διορθώσ. τοῦ Ἑρμάν. ἀντὶ τοῦ αἰάζεται): ἀόρ. μετοχ. αἰάξας, Ἀνθ. Π. παράρτ. 127· κράζω αἰαῖ !, θρηνῶ, Τραγ., καὶ μετ’9 KB (931 words) - 20:40, 22 March 2024
- ἔκλαγξε βροντάν, Zeus ließ den Donner ertönen, Pind. P. 4, 23; vgl. Aesch. μέγαν ἐκ θυμοῦ κλάζοντες Ἄρη, Ag. 48; χαλκήλατοι κλάζουσι κώδωνες φόβον Spt. 368, sie19 KB (1,878 words) - 07:42, 13 November 2024
- -ξω, κράζω φεῦ, φωνάζω φεῦ φεῦ, οἰμώζω, μόνον ἅπαξ εὕρηται, τί τοῦτ’ ἔφευξας; Αἰσχύλ. Ἀγ. 1308. (Ἐκ τοῦ φεῦ. ὡς τὰ ῥήματα αἰάζω, οἴζω, οἰμώζω ἐκ τῶν λέξεων2 KB (130 words) - 22:04, 29 October 2024
- 1225· εὔφημα ὁ αὐτ. ἐν Αἴ. 362, 591, Εὐρ. Ἰφ. ἐν Αὐλ. 687, κτλ.· ― ἀπολ., κράζω ἰσχυρῶς, μεγαλοφώνως, φωνάζω, οἷον ἐν χαρᾷ, Σοφ. Τραχ. 202· ᾄδω, Θεόκρ. 1624 KB (2,614 words) - 06:52, 20 October 2024
- οἴδματος A.R.1.1167; τετρηχότα βῶλον Id.3.1393; τετρηχότι νώτῳ Nic.Th.267; but ἐκ σέθεν . . ἄλγεα . . τετρήχασι cruel woes arise, A.R. 4.447, cf. 3.276, Philet41 KB (3,921 words) - 15:31, 16 November 2024
- αετού. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀ- στερητ. + ἔκραγον, κράζω. ἀκρᾰγής: -ές (κράζω), αυτός που δεν γαυγίζει, σε Αισχύλ. κράζω not barking, Aesch.3 KB (210 words) - 10:46, 25 August 2023
- είναι χαρακτηριστικά τών ρημάτων που δηλώνουν «ήχο, κραυγή» (πρβλ. τα ρήματα κράζω, κρίζω, κλώζω, κρώζω, σίζω, τρίζω, τρύζω). ΠΑΡ. αλαλαγή, αλάλαγμα, αλαλαγμός14 KB (1,369 words) - 07:49, 13 November 2024
- (κόκκυξ)· I. φωνάζω «κούκου», σε Ησίοδ.· λέγεται για τον κούκο, κράζω, σε Θεόκρ. II. φωνάζω, κράζω όπως το κούκο, δίνω σήμα κρώζοντας, σε Αριστοφ. κοκκύζω: Δωρ4 KB (409 words) - 22:05, 24 November 2023
- Πίνδ. Ο. 2. 10. ― Περὶ τοῦ ἐνεστῶτος γεγωνίσκω, ἴδε ἐν λέξει. 1) ἀπολ., κράζω, φωνάζω δυνατὰ ὥστε γίνομαι ἀκουστός, κώκυσεν…, γέγωνέ τε πᾶν κατὰ ἄστυ Ἰλ19 KB (2,055 words) - 11:58, 7 November 2024
- καὶ ἀπαρ., κ. αὐτοῖς ἐμβαλεῖν κώπαις Πινδ. Π. 4. 356. 3) ἐπὶ ἀλεκτρυόνος, κράζω, Ἀνθ. Π. 5. 3. IV. παρ’ Ἐκκλ., κηρύττω τὸν θεῖον λόγον, διδάσκω τὸν θεῖον33 KB (3,655 words) - 10:22, 19 November 2024
- ἐμαυτοῦ (see ἀπό, II:2d. aa., p. 59{a}), ἐκ τῆς γῆς (see ἐκ, II:2 under the end), ἐκ τοῦ κόσμου, κόσμος, 6); ἐκ Θεοῦ, prompted by divine influence, λαλεῖν52 KB (6,486 words) - 09:10, 8 November 2024
- ἀνάπτομαι, «παίρνω φωτιά», Ἄρατ. 1035. ― Μόνον ποιητ. πρβλ. ἀφαύω, ἐναύω, (ἐκ τῆς αὐτῆς ῥίζης παράγονται αἱ λέξεις αὗος, αὐαίνω, αὐσταλέος, αὐστηρός, αὐχμός16 KB (1,759 words) - 09:34, 25 October 2024
- Ἱππ. 729. - Μέσ., μέλλ. -ξομαι Εὐρ. Ἀνδρ. 1209, (ἐν Ι. Α. 1459 ἤδη φέρεται ἐκ διορθώσεως σπαράσσεσθαι ἐπὶ παθητ. σημασίας). - Παθ., πρκμ. ἐσπάρακται (δι-)16 KB (1,472 words) - 07:34, 19 October 2024
- μεμηκώς, θηλ. μετὰ βραχ. προπαραληγ. μεμᾰκυῖα· καὶ παρατατικός τις σχηματισθεὶς ἐκ τοῦ πρκμ., ἐμέμηκον. Βληχῶμαι, βελάζω ἐπὶ προβάτων, ὄϊες... μυρίαι ἑστήκασιν10 KB (1,106 words) - 10:18, 25 August 2023
- 764] (s. κράζω), ausschreien, aufschreien; Plut. Mar. 44; Luc. adv. ind. 21 u. a. Sp. 1 acclamer; 2 pousser les hauts cris. Étymologie: ἐκ, κράζω. ἐκκράζω:2 KB (137 words) - 10:01, 23 March 2024
- καλέσω ζώο («τοῖς δὲ αἰλούροις καὶ τοῖς ἰχνεύμοσι... ποππύζοντες», Διόδ.) 2. κράζω, φωνάζω κάποιον 3. μιλώ τρυφερά, θωπεύω («καὶ τὸ παιδίον τῆς τίτθης ἀφελόμενος9 KB (883 words) - 07:40, 27 March 2024