Παναγία
Greek Monolingual
και Παναγιά, η (ΑΜ Παναγία)
η πιο συνηθισμένη προσωνυμία της Θεοτόκου, η κατά πάντα αγία και πάναγνη
νεοελλ.
1. μτφ. το άκρο άωτο της σεμνότητας («φαίνεται σωστή Παναγία»)
2. συνεκδ. η εικόνα ή ο ναός της Θεοτόκου
3. φρ. α) «είναι όμορφη σαν Παναγία» — είναι πανέμορφη
β) «κάθεται σαν Παναγία» — κάθεται πολύ ήσυχος
γ) «μάς κάνει την Παναγία» — παριστάνει τον αθώο, τον άγιο
δ) «της Παναγίας το χορτάρι» ή «το χέρι της Παναγίας» — το φυτό τεύκριο το πόλιο
ε) «Ύψωση Παναγίας» — ειδική σύντομη ιερή ακολουθία η οποία τελείται στην τράπεζα τών μοναστηριών προς τιμήν της Θεοτόκου και κατά την οποία ευλογείται υψούμενος άρτος προς τιμήν της.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ Το θηλ. του επιθ. πανάγιος ως κύριο όνομα].