Πηνελόπη

Greek Monolingual

και Πηνελόπεια και δωρ. τ. Πανελόπα, ἡ, Α
η θυγατέρα του Ικαρίου και σύζυγος του Οδυσσέως.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ Το ανθρωπωνύμιο Πηνελόπη έχει σχηματιστεί από τη λ. πηνέλοψ «είδος πάπιας» (πρβλ. Μερόπη < μέροψ). Ο τ. Πηνελόπεια εμφανίζει κατάλ. -εια αναλογικά προς τα Αντίκλ-εια, Ηριγέν-εια. Στην αρχ. Ελληνική χρησιμοποιήθηκαν συχνά τα ονόματα πουλιών ως ονομασίες γυναικών (πρβλ. Περιστερά). Επομένως, δεν είναι απαραίτητο να δεχθούμε την άποψη ότι το όν. Πηνελόπη χρησιμοποιήθηκε αρχικά για μια αρχαία θεότητα που είχε μορφή πουλιού. Διάφορες άλλες απόψεις που έχουν διατυπωθεί, όπως λ.χ. η σύνδεση της λ. με το πήνη «νήμα, ύφασμα» και το ρ. ὀλόπτω «αποσπώ, μαδώ, αφαιρώ», δεν θεωρούνται πιθανές].

Translations

af: Penelope; ar: بينيلوبي; az: Penelopa; bg: Пенелопа; br: Penelope; ca: Penèlope; cs: Pénelopé; cv: Пенелопа; da: Penelope; de: Penelope; el: Πηνελόπη; en: Penelope; eo: Penelopo; es: Penélope; et: Penelope; eu: Penelope; fa: پنلوپه; fi: Penelope; fr: Pénélope; gl: Penélope; he: פנלופה; hr: Penelopa; hu: Pénelopé; hy: Պենելոպե; it: Penelope; ja: ペーネロペー; ka: პენელოპე; ko: 페넬로페; la: Penelope; lt: Penelopė; mk: Пенелопа; nl: Penelope; no: Penelope; oc: Penelòpa; pl: Penelopa; pt: Penélope; ro: Penelopa; ru: Пенелопа; scn: Penelopi; sh: Penelopa; simple: Penelope; sk: Pénelopé; sq: Penelopa; sr: Пенелопа; sv: Penelope; tl: Penelope; tr: Penelope; uk: Пенелопа; vi: Penelope; war: Penelope; zh: 佩涅洛佩