Ταυρώ

English (LSJ)

Ταυροῦς, ἡ, a name of Artemis (cf. ταυροπόλος), Hsch.

Greek (Liddell-Scott)

Ταυρώ: Ταυροῦς, ἡ, «ἡ ἐν Ταύροις Ἄρτεμις» Ἡσύχ., πρβλ. ταυροπόλος.

Greek Monolingual

Ταυροῦς, ἡ, Α
(κατά τον Ησύχ.) προσωνυμία της Αρτέμιδος.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < ταῦρος + επίθημα -ώ (πρβλ. λεχώ)].