ταυροπόλος

From LSJ

στάζει γὰρ αὖ μοι φοίνιον τόδ᾽ἐκ βυθοῦ κηκῖον αἷμαblood oozing from the deep wound, bloody gore drops oozing from the depths of my wound

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ταυροπόλος Medium diacritics: ταυροπόλος Low diacritics: ταυροπόλος Capitals: ΤΑΥΡΟΠΟΛΟΣ
Transliteration A: tauropólos Transliteration B: tauropolos Transliteration C: tavropolos Beta Code: tauropo/los

English (LSJ)

ἡ, E.IT 1457, Ar.Lys.447, CIG2699 (Mylasa); also ταυροπόλα, S.Aj.172 (lyr.):—a name of Artemis (cf. Ταυρώ), variously interpreted as worshipped at Tauris, or drawn by a yoke of bulls, or hunting bulls; cf. Ister 8; applied to Iphigenia, Ant. Lib.27.3.

German (Pape)

[Seite 1074] ὴ, auch ταυροπόλη, Beiw. der Artemis, entweder die mit Stieropfern verehrte oder die bei den Tauriern verehrte und jene Gegend schützend umwandelnde, oder auch die mit Stieren fahrende od. Stiere erlegende; Soph. Ai. 172, wo ταυροπόλα steht, wie Hesych. u. Suid.; ταυροπόλος, Phot., wie Eur. I. T. 1457; Ar. Lys. 447; D. Per. 610; D. Sic. 2, 46; Liv. 44, 44 sagt Diana, quam Tauropolon nominant. Vgl. noch Ath. VI, 256 e. – Ein Tempel derselben, ταυροπόλιον, wird Strab. XIV, 639 auf der Insel Δολίχη erwähnt.

French (Bailly abrégé)

ου;
adj. f.
honorée par des sacrifices de taureaux ; sel. d'autres honorée en Tauride, ép. d'Artémis.
Étymologie: ταῦρος, πολέω.

Greek (Liddell-Scott)

ταυροπόλος: ἡ, Εὐρ. Ι. Τ. 1457, Ἀριστοφ. Λυσ. 447, Συλλ. Ἐπιγρ. 2699· καὶ ταυροπόλα, Σοφ. Αἴ. 172· ― ὄνομα τῆς Ἀρτέμιδος, ― ὅπερ ποικίλως ἑρμηνεύεται, ἢ ὡς σημαῖνον τὴν λατρευομένην ἐν Ταύροις (οὕτω «Ταυρώ»· ἡ ἐν Ταύροις Ἄρτεμις» Ἡσύχ.)· ἢ τὴν ὀχουμένην ἐπὶ ὀχήματος συρομένου ὑπὸ ζεύγους ταύρων, ἢ τὴν θηρεύουσαν ταύρους, πρβλ. Ἴστρον 8, Liv. 44. 44, Λοβεκ. Ἀγλαόφ. σ. 1089, πλείονα περὶ τοῦ ταυροπόλος ἴδε Φώτιον ἐν λ. ταυροπόλον· ― Ταυροπόλιον, τό, ἱερὸν τῆς Ἀρτέμιδος ἐπὶ τῆς νήσου Ἰκαρίας, Στράβ. 639· νῆσον Ἴκαρον, καὶ ἱερὸν Ἀπόλλωνος ἅγιον ἐν αὐτῇ καὶ μαντεῖον Ταυροπόλου ὁ αὐτ. 766.

Greek Monolingual

ὁ, Α
1. προσωνυμία του Απόλλωνος
2. προσωνυμία του Ηλίου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ταῦρος + -πόλος (< πέλομαι «περιφέρομαι»), πρβλ. ἱπποπόλος.

Greek Monotonic

ταυροπόλος: ἡ (πολέω), όνομα της Άρτεμης, το οποίο σημαίνει είτε αυτή που λατρεύεται εν Ταύροις είτε αυτή που κυνηγά ταύρους, σε Ευρ.· ομοίως, ταυροπόλα (Δωρ. αντί ταυροπόλη), σε Σοφ.

Middle Liddell

ταυρο-πόλος, ἡ, πολέω
a name of Artemis, —either worshipped at Tauris, or hunting bulls, Eur.;—so ταυροπόλα (doric for -πόλἠ, Soph.