Φαίαξ

English (LSJ)

-ακος, Ionic Φαίηξ, ηκος, ὁ, Phaeacian, Od. 5.35, etc. pr. n. of an architect, who gave his name to conduits or sewers (φαίακες or φαιακοί), DS. 11.25.

Russian (Dvoretsky)

Φαίαξ: ᾱκος ὁ Феак
1) сын Эрасистрата, афинский оратор и политический деятель эпоха Пелопоннесской войны Thuc., Plut.;
2) зодчий в Агригенте Diod.
ᾱκος, эп. Φαίηξ, ηκος ὁ (sing. к Φαίακες) феак Hom.

Greek (Liddell-Scott)

Φαίαξ: -ᾱκος, Ἰων. Φαίηξ, ηκος, ὁ· οὕτω καλοῦνται οἱ καθ’ Ὅμηρον κάτοικοι τῆς νήσου Σχερίας (δηλ. τῆς νῦν Κερκύρας), περίφημοι διὰ τὴν εἰς τὰ ναυτικὰ ἐμπειρίαν αὐτῶν καὶ διὰ τὸν πλοῦτον καὶ τὴν φιλοξενίαν, Ὀδ. Ε. 35., Ζ. 195, κ. ἀλλ. ΙΙ. ὄνομα ἀρχιτέκτονος δόντος τὸ ἑαυτοῦ ὄνομα εἰς ὀχετοὺς ἢ ὑπονόμους (φαίᾱκες ἢ φαιᾱκοί), Διόδ. 11. 25.

English (Autenrieth)

see Φαίηκες.

Greek Monolingual

-ακος, ο, ΝΜΑ, και ιων. τ. Φαίηξ, -ηκος, Α
συν. στον πληθ. οι Φαίακες
μυθ. μυθικός λαός που πήρε την ονομασία του από τον γενάρχη του Φαίακα, γιο του Ποσειδώνος και της Κερκύρας, και κατοικούσε στη νήσο Σχερία, δηλαδή τη σημερινή Κέρκυρα, και ο οποίος διακρινόταν για το υψηλό βιοτικό και πολιτιστικό του επίπεδο.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ Ο τ. αποτελεί πιθ. παρ. του επιθ. φαιός με επίθημα -αξ, -ακος].

Greek Monotonic

Φαίαξ: -ᾱκος, Ιων. Φαίηξ, -ηκος, , Φαίακας· ήταν οι ομηρικοί κάτοικοι στο νησί της Σχερίας (δηλ. στην Κέρκυρα), σε Ομήρ. Οδ.

Middle Liddell

Φαίαξ, ᾱκος,
ionic Φαίηξ, ηκος, a Phaeacian: they were the Homeric inhabitants of the island of Scheria (i. e. Corcyra, now Corfu), Od.