Φλειοῦς
English (LSJ)
οῦντος, ὁ later Φλιοῦς (as spelt in codd. of Th. 5.58, X. HG 7.2.11, al., v.l. in Hdt. 7.202), Phlius in the Peloponnese, B. 8.4, Hdt. l.c., etc.; — Adj. Φλειάσιος [α], later Φλιάσιος, SIG 31 (Delph., v BC), IG1². 82.15, etc., Ionic Φλειήσιος SIG 239 B 49, 51 (Delph., iv BC), in codd. of Hdt. Φλιάσιος 8.72, al. (v.l. Φλειάσιος in 9.69, al.).
French (Bailly abrégé)
οῦντος (ὁ) :
mieux que Φλιοῦς;
Phliunte, ville d'Argolide.
Étymologie: DELG φλέως.
English (Slater)
Φλειοῡς a city near Nemea. βοτάνα τέ νίν ποθ' ἁ λέοντος νικάσαντ ἤρεφε δασκίοις Φλειοῦντος ὑπ ὠγυγίοις ὄρεσιν (Schr.: Φλιοῦντος codd.) (N. 6.44)