Φοίνισσα

English (LSJ)

φοίνισσα, fem. of Φοῖνιξ, φοῖνιξ.

Russian (Dvoretsky)

Φοίνισσα:
I adj. f финикийская или карфагенская (γυνή Hom.; ἐμπολά Pind.; ναῦς Thuc.; χθών Eur.).
IIфиникиянка или карфагенянка Hom. etc.

Greek (Liddell-Scott)

Φοίνισσα: φοίνισσα, θηλ. τοῦ Φοῖνιξ, φοῖνιξ.

English (Autenrieth)

γυνή, Phoenician woman.

Greek Monolingual

ἡ, Α
βλ. Φοίνικας.

Greek Monotonic

Φοίνισσα: Φοίνισσα, θηλ. αντί Φοῖνιξ, φοῖνιξ.