φοίνισσα
From LSJ
στάζει γὰρ αὖ μοι φοίνιον τόδ᾽ἐκ βυθοῦ κηκῖον αἷμα → blood oozing from the deep wound, bloody gore drops oozing from the depths of my wound
English (LSJ)
φοίνισσα, fem. of Φοῖνιξ, φοῖνιξ.
German (Pape)
[Seite 1296] fem. von φοίνιξ, purpurroth, dunkelroth, φλόξ, ταύρων ἀγέλα, Pind. P. 1, 24. 4, 205.
French (Bailly abrégé)
ης;
v. φοῖνιξ¹.
Greek Monolingual
ἡ, Α
βλ. φοῖνιξ (Ι).
Russian (Dvoretsky)
φοίνισσα: adj. f
1 яркокрасная, пурпурная, алая (φλόξ Pind.);
2 рыжая, гнедая (ἀγέλα ταύρων Pind.).