άδραγμα

Greek Monolingual

το αδράχνω
1. βίαιο πιάσιμο, άρπαγμα
2. ακαμψία μέλους του σώματος, «πιάσιμο»
3. «κάψιμο», η καταστροφή τών δημητριακών που προκαλείται, όταν μετά από βροχή επακολουθήσει καύσωνας.