ἄθεστος, -ον (Α)αυτός που δεν παίρνει από παρακλήσεις, άκαμπτος, σκληρός.[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < ἀ- στερητ. + -θεστός, ρημ. επιθ., που απαντά μόνο «εν συνθέσει» < θέσσασθαι «εύχομαι, ζητώ με προσευχή»].