άθυρος

Greek Monolingual

-η, -ο (AM ἄθυρος, -ον)
αυτός που δεν έχει θύρα, πόρτα, φραγμό, ο ανοιχτός
αρχ.
μτφ. ελεύθερος, ανεμπόδιστος.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < - στερητ. + θύρα.
ΣΥΝΘ. αθυρόστομος, αρχ. ἀθυρόγλωττος.