-η, -ο (Α ἄλαλος, -ον)αυτός που δεν μιλάει, άναυδος, άφωνος, βουβός, μουγγόςνεοελλ.ανόητος, βλάκας, παλαβός.[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < ἀ- στερητ. + λάλος < λαλῶ.ΠΑΡ. αλαλίανεοελλ.αλαλιάζω, αλαλογώ, αλαλομάρα].