άλυρος
Greek Monolingual
ἄλυρος, -ον (Α) λύρα
1. ο δίχως υπόκρουση λύρας, αυτός που δεν συνοδεύεται από λύρα
2. (για ποιήματα) αυτός που δεν αξίζει να συνοδευτεί από λύρα, ο αταίριαστος για λύρα
3. φρ. «Ἄιδος μοῖρ’ ἄλυρος», για τον θάνατο
«ὕμνοι ἄλυροι» άγριοι θρήνοι (που συνοδεύονται όχι από λύρα αλλά από αυλό).