η (AM ἄνοιξις) ανοίγωνεοελλ.1. η εποχή του έτους που ακολουθεί τον χειμώνα και προαναγγέλλει το καλοκαίρι, το έαρ2. μτφ. η εποχή της νεότητας, της ακμής του ανθρώπουαρχ.-μσν.το να ανοίγει κάποιος κάτι, άνοιγμα.