άντωση

Greek Monolingual

η (Α ἄντωσις, -σεως)
νεοελλ.
η δυναμική άνωση, η μία από τις δύο συνιστώσες (κάθετη προς τη διεύθυνση της κίνησης) της δύναμης που ασκείται πάνω σ' ένα σώμα το οποίο κινείται μέσα σ' ένα αέριο
αρχ.
η πίεση προς τα πίσω.