άξονας

Greek Monolingual

ο (AM ἄξων -ονος)
1. ευθύγραμμο στέλεχος στο κέντρο τροχού ή άλλου συμμετρικού σώματος
2. η κύρια διάμετρος στερεών σωμάτων
νεοελλ.
1. νοητή ευθεία γύρω από την οποία στρέφεται κάποιο σώμα
2. νοητή γραμμή γύρω από την οποία είναι διατεταγμένη συμμετρικά η μάζα σώματος ή αντικειμένου
αρχ.-μσν.
η νοητή γραμμή στο κέντρο της ουράνιας σφαίρας
αρχ.
στον πληθ. οἱ ἄξονες
1. ξύλινοι πίνακες των νόμων στην Αθήνα κατασκευασμένοι έτσι ώστε να περιστρέφονται (βλ. κύρβεις)
2. το μέρος του χαλιναριού που βρίσκεται γύρω από το στόμα του ζώου
3. ο δεύτερος σπόνδυλος.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ Πρόκειται για παλαιό τεχνικό όρο που απαντά σε διάφορες ΙΕ. γλώσσες με ποικίλες καταλήξεις: en- / -on- (πρβλ. αρχ. άνω γερμ. ahsa), -ο- (πρβλ. αρχ. ινδ. aksa -, αβεστ. asa -), i (πρβλ. λατ. axis). Οι παραπάνω τ. προϋποθέτουν παρεκταμένη με s- μορφή θέματος από τη ρ. - «θέτω σε κίνηση» (άγω). Το θέμα aks- απαντά και στον τ. άμαξα καθώς και στο λατ. ala «φτερό» (< -aks -la).].