άπλωμα

Greek Monolingual

το (AM ἅπλωμα)
ξεδίπλωμα, τέντωμα
μσν.- νεοελλ.
(για υφάσματα) το κάλυμμα επίπλου ή της Αγίας Τραπέζης
νεοελλ.
1. έκθεση νωπών ή υγρών πραγμάτων στο ύπαιθρο, για να στεγνώσουν
2. απλοχωριά, ανοιχτός χώρος.